Κατηγορία:ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ

ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΑΓΑΠΗΣ ΝO 7 “Η ΓΙΑΓΙΑ”

07. Η ΓΙΑΓΙΑ

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ, χαίρετε «καὶ τὴν χαρὰν ἡμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν.»
Καθισμένη στο ξύλινο σκαμνί της, πλάι στο στενό παραθύρι, η γιαγιά μου, η κυρά Γιώργαινα, έγνεφε με δεξιότητα το μαλλί πάνω στη ρόκα. Το δείλι έξω άπλωνε το δικό του χρυσοκίτρινο υφαντό, σαν να καλούσε την πλάση να ξεκουραστεί. Το βλέμμα της στρεφότανε μια έξω και μια σε Εκείνον. Τον Αγαπημένο της που έστεκε σιωπηλά στον τοίχο απέναντι, ανεβασμένος στον Σταυρό. Καρτερούσε τον παππού μου, τον Γιώργη, να γυρίσει από τον μόχθο της ημέρας. Πάντα έτσι έκανε. Μαζεμένη στο σπιτικό της, καρτερούσε τον ερχομό του με υπομονή και προσευχή. Ήταν η μόνη επικοινωνία που είχε μαζί του όλη την ημέρα μέσα από Εκείνον. «Κύριε…» ψέλλιζε, φύλαξέ τον εκεί στην εργασία του και φέρ’ τον πάλι πίσω στο σπιτικό μας.
Και σαν εκείνος περνούσε το κατώφλι της εξώπορτας, έτρεχε σαν μικρό κοριτσάκι να τον προϋπαντήσει. Να τον καλωσορίσει, να τον περιποιηθεί. Πάντα με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη. Με μια καλοσυνάτη ευγένεια και συνάμα έναν απέραντο σεβασμό που ήξερε να κερδίζει όλη την κούραση και τις έννοιες του παππού μου. Και σαν τα λέγανε και τα κουβεντιάζανε, έπειτα λίγο σιωπή. Καθισμένη δίπλα στο τιμημένο στεφάνι της, η κυρά Γιώργαινα αποζυμούσε την σιγή της βραδιάς. Της αρκούσε μόνο να νιώθει τις ανάσες τους, έχοντας συντροφιά το τσιτσίρισμα από τη φωτιά που έκαιγε στο αναμμένο τζάκι.
Και πριν τα βλέφαρα βαρύνουν, τα ροζιασμένα γόνατά της λύγιζαν εμπρός στο εικοναστάσι. Το αχνοφωτισμένο απ΄ το αναμμένο καντήλι πρόσωπό της ατένιζε τον Εσταυρωμένο. «Κύριε…» ψέλλιζε, χωρίς παράπονα, χωρίς γκρίνια, χωρίς γογγυσμό. Μόνο ευχαριστία, μόνο δοξολογία, με βλέμμα ικετευτικό και δάκρυα ανάμεσα στα ματόκλαδα.
Και σαν να μην κύλισε ο χρόνος διόλου, το πρωινό πριν ακόμα αχνοχαράξει την έβρισκε πάλι εκεί, απέναντι σε Εκείνον. Να τον παρακαλεί και να εύχεται για την καινούρια ημέρα. Με το μαντήλι ριγμένο στο κεφάλι, έπρεπε να μεριμνήσει για όλες τις δουλειές του σπιτιού. Να ζυμώσει, να μαγειρέψει, να ανάψει το καζάνι, να κουβαλήσει νερό να πλύνει, να ζεστάνει το σπίτι. Να σκουπίσει τις αυλές, να περιποιηθεί τις αγαπημένες της γαρδένιες που σκορπούσαν διάχυτα την ευωδία τους, να φροντίσει τον λαχανόκηπο, να δει τα κοτοπουλάκια που αμέριμνα απολάμβαναν την ελευθερία τους στον μεγάλο αυλακά του σπιτιού. Το σπιτικό της ήτανε το βασίλειό της. Και αυτή πραγματική κυρά και αρχόντισσα. Σεβάσμια από όλο το χωριό, είχε μια αξιοπρέπεια που έκανε εντύπωση.
Αλήθεια, αναρωτιόμουν κάθε φορά και την αντίκρυζα. Πού έβρισκε όλη αυτή τη δύναμη η γιαγιά μου; Πού έμαθε να παλεύει τόσο σκληρά χωρίς να απελπίζεται; Πού έμαθε αυτή η γυναίκα του χωριού, με το μαντήλι στο κεφάλι, να κρύβει τον εγωισμό της; Να είναι τιμή της και καμάρι της που είναι η κυρά Γιώργαινα, η σύζυγος του Γιώργη; Σεμνή και ταπεινή, σεβάσμια όλου του χωριού. Πού έμαθαν τα χείλη της να φέρουν μονάχα τον καλό τον λόγο; Πού έμαθε αυτή η αγράμματη γιαγιά να διαβάζει τόσο καλά το βιβλίο της ζωής; Να έχει τρόπους καλής συμπεριφοράς, ευγένεια και καλοσύνη; Πού έμαθαν αυτά τα μάτια να σε ψυχολογούν μόλις σε αντικρίζουν; Να διαβάζουν τη χαρά και την ευτυχία, τον πόνο και τη θλίψη;
Η γλυκύτητα που ξεπρόβαλε ανάμεσα στις πτυχές του προσώπου της, αλλοίωνε τον εσωτερικό σου κόσμο. Οι στιγμές δίπλα της ήταν πάντοτε τόσο τρυφερές, τόσο μοναδικές. Ακόμα αντανακλά μέσα μου η ζεστή της αγκαλιά. Τα απλά, αλλά γεμάτα σοφία λόγια της. Μεστή από το πέρασμα της ζωής, ήξερε να παιδαγωγεί με έναν τρόπο μοναδικό, που ποτέ δεν καταλάβαινες το πώς. Μαζί της ένιωθες τις στιγμές να κυλούν τόσο όμορφα, τόσο ωφέλιμα. Μέσα από μια ιστορία, ένα παραμύθι, ένα σοφό γνωμικό, μια εμπειρία, μια στάση ζωής. Δεν χόρταινες να παίρνεις. Ω, ευλογημένη γιαγιά μου. Σε ευχαριστώ πολύ!
Μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη, διότι «ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει» (Α΄Ἰω.2,10)..

0