(Eπιτρέπεται η λήψη ή η δημοσίευση μέρους ή όλου του περιεχομένου των διαφόρων θεμάτων που καταχωρούνται στην παρούσα ιστοσελίδα μας με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή λήψης αυτών www.galilea.gr)
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ήχος δ’
Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Ο ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ
Α. Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ:
Πρόλογος:
Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος ανήκει στη χορεία των Μεγαλομαρτύρων και είναι από τους λαοφιλεστέρους Αγίους της Εκκλησίας μας. Έζησε κατά τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. και την αρχή του 4ου όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός. Η εποχή του υπήρξε εποχή σκληρών και εξοντωτικών διωγμών κατά της Χριστιανικής Πίστεως. Ο Γεώργιος είχε μεγάλο αξίωμα. Κατείχε τον τίτλο του Κόμη και διακρινόταν σ’ όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την γενναιότητα και την ανδρεία του. Παρ’ όλη τη δόξα όμως και τις τιμές δεν αρνήθηκε να θυσιάσει τις επίγειες απολαύσεις και να ομολογήσει με παρρησία ενώπιον του αυτοκράτορα και πολλών αρχόντων την χριστιανική του πίστη. Υπέμενε πολλά και φρικτά βασανιστήρια που στο τέλος τον ανέδειξαν Μεγαλομάρτυρα.
Ομολογία:
Ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία από ευσεβείς γονείς. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία δέκα ετών. Η μητέρα του τον έφερε μαζί της στην Παλαιστίνη, όπου ήταν η πατρίδα της και είχε και τα κτήματά της. Ο Γεώργιος αν και νεαρός κατατάχθηκε στο στρατό, όπου μάλιστα προήχθη σε μεγάλα αξιώματα, ώστε να παίρνει μέρος και στις συνελεύσεις των ανωτάτων αξιωματούχων του Κράτους. Ο Διοκλητιανός τον εκτιμούσε πολύ. Από την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου μέχρι την εποχή που ανέλαβε τον θρόνο ο Διοκλητιανός, το 284 μ.Χ., η Χριστιανική Εκκλησία επειδή επικρατούσε ειρήνη αυξήθηκε πάρα πολύ. Οι Χριστιανοί είχαν πάρει πολλές δημόσιες θέσεις, είχαν κτίσει πολλούς και μεγάλους ναούς, είχαν κτίσει σχολεία και είχαν οργανώσει και την διοίκηση και την διαχείριση των εκκλησιών και της φιλανθρωπίας. Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ο Διοκλητιανός εργάσθηκε στην αρχή για την οργάνωση του αχανούς Κράτους του. Προσέλαβε στρατηγούς ως βοηθούς του και τους ονόμασε αυτοκράτορες και Καίσαρες και αφού πέτυχε να υποτάξει τους εχθρούς του Κράτους του και να σταθεροποιήσει τα σύνορά του, στράφηκε στα εσωτερικά ζητήματα. Δυστυχώς, όμως, στράφηκε και εναντίον της Χριστιανικής θρησκείας για ν’ ανορθώσει την ειδωλολατρία και την ιδέα του αυτοκράτορα.
Γι αυτό λοιπόν τον λόγο κάλεσε τους βοηθούς του, Καίσαρες και στρατηγούς, στην πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους σε τρεις γενικές συγκεντρώσεις. Μεταξύ τους βρισκόταν και ο Γεώργιος, που διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι για να πάρουν αποφάσεις για την εξόντωση και τον αφανισμό της χριστιανικής πίστεως. Πρώτος μίλησε ο Διοκλητιανός και επέβαλε σ’ όλους ν’ αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον του Χριστιανισμού. Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, για να εξαλείψουν την Χριστιανική θρησκεία από το Ρωμαϊκό Κράτος. Τότε ο γενναίος Γεώργιος στάθηκε στο μέσον του συνεδρίου και είπε: Γιατί, βασιλεύ και άρχοντες, θέλετε να χύσετε αίμα δίκαιον και άγιον και να εξαναγκάσετε τους χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν τα είδωλα; Και διακήρυξε την αλήθεια της Χριστιανικής θρησκείας και την Θεότητα του Χριστού. Μόλις τελείωσε, συγχύσθηκαν όλοι με την ομολογία του αυτή και προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήσει για όσα είπε, για να καταπραϋνθεί και ο Διοκλητιανός. Αλλά ο Γεώργιος ήταν σταθερός και με θάρρος διακήρυττε την χριστιανική του πίστη.
Φυλάκιση – Βασανιστήρια:
Οργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξε να τον κλείσουν στην φυλακή και να του περισφίξουν τα πόδια του στο ξύλο και πάνω στο στήθος του να του βάλουν μεγάλη και βαριά πέτρα, αφού τον ξαπλώσουν ανάσκελα. Το άλλο πρωί ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν τον Γεώργιο, για να τον ανακρίνει. Και πάλι ο Γεώργιος έμεινε ακλόνητος στην ομολογία του, παρ’ όλες τις κολακείες και τις υποσχέσεις που του έδωσε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, διακήρυττε την πίστη του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς. Τότε ο Διοκλητιανός οργίστηκε και διέταξε τους δημίους να δέσουν τον Άγιο σ’ ένα μεγάλο τροχό για να κομματιαστεί το σώμα του. Μάλιστα ειρωνεύτηκε την ανδρεία του Αγίου και τον κάλεσε να προσκυνήσει τα είδωλα. Ο Άγιος Γεώργιος ευχαρίστησε τον Θεό που τον αξίωνε να δοκιμαστεί και δέχθηκε με ευχαρίστηση να υποστεί το φοβερό αυτό μαρτύριο, με το οποίο θα κομματιαζόταν σε μικρά και λεπτά κομμάτια ολόκληρο το σώμα του, επειδή γύρω – γύρω από τον τροχό υπήρχαν καρφωμένα κοφτερά σίδερα, που έμοιαζαν με μαχαίρια. Πράγματι μόλις ο τροχός κινήθηκε, τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να κόβουν το σώμα του. Τότε ακούσθηκε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Μη φοβάσαι Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου» και αμέσως ένας άγγελος ελευθέρωσε τον άγιο, αφού τον έλυσε από τον τροχό και θεράπευσε όλο το καταπληγωμένο σώμα του.
Ο Γεώργιος αφού απέκτησε το θαυμάσιο παράστημά του και με αγγελική όψη παρουσιάστηκε στον Διοκλητιανό, που με άλλους είχε πάει να κάνει θυσία. Μόλις τον είδαν, έμειναν όλοι έκθαμβοι και απορημένοι. Μάλιστα, μερικοί ισχυρίζονταν ότι είναι κάποιος που του μοιάζει και άλλοι ότι είναι φάντασμα. Όπως σχολίαζαν το γεγονός, εμφανίσθηκαν μπροστά στο βασιλιά δύο από τους αξιωματικούς του, ο Πρωτολέων και ο Ανατόλιος με χίλιους στρατιώτες και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Διοκλητιανός θύμωσε τόσο, που έγινε έξαλλος και διέταξε να τους σκοτώσουν, πράγμα που έγινε. Έπειτα διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκο με ασβέστη και νερό και να ρίξουν μέσα τον Γεώργιο και να τον αφήσουν τρεις ημέρες και τρεις νύκτες, έτσι που να διαλυθούν ακόμη και αυτά τα κόκαλά του. Οι δήμιοι πράγματι έριξαν τον Άγιο στο ζεματιστό ασβέστη και έκλεισαν και το στόμιο του λάκκου. Ύστερα από τρεις ημέρες ο Διοκλητιανός έστειλε στρατιώτες ν’ ανοίξουν τον λάκκο, οπότε βρήκαν τον Άγιο Γεώργιο όρθιο μέσα στον ασβέστη να προσεύχεται. Το γεγονός εντυπωσίασε και προκάλεσε θαυμασμό και ενθουσιασμό στο λαό που φώναζε ότι «ο Θεός του Γεωργίου είναι Μεγάλος». Ο Διοκλητιανός πίστεψε ότι ο Γεώργιος χρησιμοποιούσε μαγεία και του ζήτησε να του εξηγήσει. Ο Γεώργιος τότε του απάντησε ότι όλα αυτά τα γεγονότα ήταν αποτελέσματα της Θείας Χάριτος και όχι έργα μαγείας και γοητείας. Ο Διοκλητιανός οργισμένος διέταξε να του φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια με σιδερένια καρφιά και να τον εξαναγκάζουν να περιπατεί. Και ο άγιος προσευχόταν και περπατούσε χωρίς να παθαίνει τίποτα. Πάλι διέταξε να τον φυλακίσουν και σκέφθηκε να συγκαλέσει τους άρχοντες, για να συσκεφθούν τι έπρεπε να κάνουν στον Γεώργιο. Και αφού τον έδειραν τόσο πολύ με μαστίγια και καταπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του αγίου, τον παρουσίασαν στον Διοκλητιανό, ο οποίος έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Γεώργιο να λάμπει σαν Άγγελος. Επέμενε ότι αυτό το φαινόμενο γίνεται μόνο με τις μαγείες. Γι’ αυτό κάλεσε τον φημισμένο μάγο Αθανάσιο, για να λύσει τα μάγια του Γεωργίου.
Αβλαβής από το δηλητήριο:
Ήλθε πράγματι ο μάγος Αθανάσιος και κρατούσε στα χέρια του δυο πήλινα αγγεία, στα οποία υπήρχε δηλητήριο. Στο πρώτον υπήρχε ένα δηλητήριο που αν το έπινε κανείς θα τρελαινόταν και στο δεύτερο, τέτοιο, ώστε πίνοντάς το να πεθάνει. Πράγματι οδήγησαν τον άγιο στο Διοκλητιανό και στον μάγο Αθανάσιο. Ο βασιλεύς διέταξε να του δώσουν να πιει το πρώτον δηλητήριο. Και ο άγιος χωρίς δισταγμό ήπιε το δηλητήριο του πρώτου δοχείου αφού προηγουμένως προσευχήθηκε λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο ειπών καν θανάσιμόν τε πίωσιν ου μη αυτούς βλάψη θαυμάστωσον νυν τα ελέη σου». Και δεν έπαθε τίποτα απολύτως. Μόλις είδαν ότι δεν έπαθε τίποτα, ο βασιλεύς διέταξε να του δώσει ο μάγος και το δεύτερον, το θανάσιμο. Το ήπιε και αυτό χωρίς να πάθει το παραμικρό. Όλοι έμειναν έκπληκτοι μόλις είδαν το θαύμα αυτό. Ο Διοκλητιανός εξακολουθούσε να επιμένει ότι για να μην πεθαίνει ο Γεώργιος είχε δικά του μάγια. Ο μάγος Αθανάσιος που ήξερε πόσο δραστικά ήταν τα δηλητήρια που έδωσε στον Άγιο Γεώργιο, αφού γονάτισε μπροστά στον μάρτυρα ομολόγησε την Πίστη του στον Αληθινό Θεό. Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε και εφόνευσαν τον Αθανάσιον αμέσως. Εκείνη την στιγμή έφθασε και η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα, η οποία, βλέποντας όσα θαυμαστά γίνονταν, ομολόγησε και αυτή την πίστη της στον Αληθινό Θεό. Και ο σκληρός και άκαρδος Διοκλητιανός διέταξε να την φυλακίσουν και την επόμενη μέρα να της κόψουν το κεφάλι. Η Αλεξάνδρα, ενώ προσευχόταν στην φυλακή, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.
Μαρτυρικό τέλος του Μεγαλομάρτυρος:
Ο άγιος Γεώργιος κλείσθηκε στην φυλακή και την νύκτα είδε στο όνειρό του τον Χριστό, ο οποίος του ανήγγειλε ότι θα πάρει τον στέφανον του μαρτυρίου και θα αξιωθεί της αιωνίου ζωής. Σαν ξημέρωσε διατάχθηκαν οι στρατιώτες να παρουσιάσουν μπροστά στον Διοκλητιανό τον άγιον. Πράγματι ο Άγιος Γεώργιος βάδιζε γεμάτος χαρά προς τον βασιλιά, επειδή προγνώριζε ότι έφθασε το τέλος του. Μόλις λοιπόν τον αντίκρισε ο Διοκλητιανός, του πρότεινε να πάνε στο ναό του Απόλλωνος για να θυσιάσει στο είδωλό του. Αφού μπήκε ο Γεώργιος στο ναό σήκωσε το χέρι του και αφού έκανε το σημείο του σταυρού διέταξε το είδωλο να πέσει. Αμέσως το είδωλο έπεσε και κομματιάστηκε. Ο ιερέας των ειδώλων και ο λαός τόσον πολύ θύμωσαν που φώναζαν στον Βασιλέα να θανατώσει τον Γεώργιο. Ο Διοκλητιανός έδωσε τότε διαταγή, και ο δήμιος του απέκοψε την κεφαλήν.
Β. ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ:
1) Το θαύμα της μεταφοράς της κολώνας
Μια γυναίκα αγόρασε μια κολώνα και δεν μπορούσε να τη στείλει στην Ρώμη που κτιζόταν εκεί μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είδε λοιπόν στο όνειρό της τον Άγιον ο οποίος μαζί της σήκωσε την κολώνα και την έριξαν στη θάλασσα. Η κολώνα βρέθηκε στη Ρώμη με μια επιγραφή, να τεθεί στο δεξί μέρος της εκκλησίας.
2) Σωτηρία του αιχμαλώτου στρατιώτου
Στην Παφλαγονία του Πόντου τιμούσαν πολύ τον Άγιο και μάλιστα είχαν κτισθεί προς τιμήν του πολλοί ναοί. Όλοι τιμούσαν τον Άγιο τόσο πολύ, ώστε κάθε οικογένεια να ονομάζει ένα από τα άρρενα παιδιά της Γεώργιο. Αυτό συνέβη και σε μια καλή και ευσεβή οικογένεια. Μεγάλωσε το παιδί της, το οποίον ήταν φρόνιμο, ηθικό, συνετό και σε ηλικία είκοσι χρονών το κάλεσαν στον στρατό. Στις μάχες που έγιναν εναντίον των βαρβάρων πολλοί χριστιανοί έπεσαν σε ενέδρα των βαρβάρων, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος, και άλλους κατέσφαξαν, άλλους κράτησαν ως υπηρέτες και άλλους πούλησαν ως δούλους. Ο Γεώργιος έγινε υπηρέτης κάποιου αξιωματικού, ο οποίος τον εκτίμησε πολύ. Οι γονείς του Γεωργίου για ένα ολόκληρο χρόνο πενθούσαν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμένο τους παιδί. Καθημερινά πήγαιναν στην εκκλησία και γονατιστοί παρακαλούσαν με θερμή πίστη τον Θεό να τους φανερώσει τι απέγινε ο αγαπημένος τους υιός. Και ο Γεώργιος από την εξορία του προσευχόταν στον Θεό να τον απαλλάξει από την σκλαβιά και να τον αξιώσει να συναντηθεί με τους αγαπημένους του γονείς. Πέρασε λοιπόν ένας χρόνος από τότε που εξαφανίσθηκε. Έφθασε μάλιστα και η γιορτή του Αγ. Γεωργίου, και οι γονείς που πάντα είχαν την ελπίδα ότι ο υιός τους ζει κάλεσαν τους συγγενείς τους για δείπνο. Ο αξιωματικός αφέντης του Γεωργίου εζήτησε πριν από τον δείπνο να του πλύνει τα πόδια και γι’ αυτό ο Γεώργιος ζέσταινε νερό. Ολόκληρη την ημέρα ο Γεώργιος έκλαιγε και παρακαλούσε τον Άγιο Γεώργιο που γιόρταζε, να τον ελευθερώσει και να τον οδηγήσει κοντά στους γονείς του. Μόλις το νερό έβρασε και το έβαλε στην στάμνα και το ετοίμασε για τον κύριό του, εμφανίσθηκε μπροστά του ο Άγιος Γεώργιος έφιππος σ’ ένα άσπρο άλογο και ανέβασε τον νέον στο άλογο και αμέσως τον έφερε στο σπίτι του την ώρα που ευρίσκοντο όλοι οι καλεσμένοι στο τραπέζι. Έμειναν όλοι έκθαμβοι και όταν συνήλθαν ρωτούσαν τον Γεώργιο να τους πη πώς βρέθηκε εκεί. Και εκείνος τους αφηγήθηκε το θαύμα με κάθε λεπτομέρεια. Και όλοι γεμάτοι χαρά, δόξαζαν τον Θεό και τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Υπάρχει και Βυζαντινή παράσταση του θαύματος αυτού, που έχει τον Άγιο στο άλογο και ένα νέον που κρατά την αργυρή στάμνα, με το ζεστό νερό.
3) Το θαύμα της επιστροφής του υιού της χήρας
Ένα παρόμοιο θαύμα με το προηγούμενον είναι και αυτό με τον υιό της χήρας. Στη Μυτιλήνη ήλθαν πειρατές από την Κρήτη για να κλέψουν, να λεηλατήσουν και αιχμαλωτίσουν όσον το δυνατόν περισσότερους μπορούσαν. Σκέφτηκαν να κάνουν την επιδρομή τους την ημέρα της γιορτής του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Γεωργίου, όταν όλοι θα ευρίσκονταν στην εκκλησία συγκεντρωμένοι. Πράγματι οι κουρσάροι έκαναν την επίθεσή τους και μεταξύ των αιχμαλωτισθέντων ήταν και ένας ωραιότατος νέος, ο υιός μιας πλούσιας χήρας. Οι κουρσάροι τον χάρισαν στον Αμμούν της Κρήτης, ο οποίος τον έβαλε υπηρέτη της τραπέζης του. Η μάνα του από τη στιγμή που χάθηκε ο γιός της έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεό και τον Άγιο Γεώργιο να της φανερώσει το χαμένο της παιδί. Ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος δεν εβράδυνε να εκπληρώσει τον πόθο της πονεμένης εκείνης μάνας. Και ενώ ετοιμαζόταν ο νέος να προσφέρει στον Αμιράν κρασί, τον άρπαξε ο Άγιος Γεώργιος και τον μετέφερε στην μάνα του. Και οι δύο δεν πίστευαν στα μάτια τους για το συμβάν και όταν συνήλθαν δόξασαν τον Θεό και τον Άγιο για τον παράξενο τρόπον της απελευθερώσεως.
4) Θαύμα του Μεγαλομάρτυρος στον Σαρακηνό
Κάποιος Σαρακηνός ταξιδιώτης (ανεψιός του βασιλιά της Συρίας) σαν είδε την θαυμάσια εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν τις αποσκευές τους στο νάρθηκα της εκκλησίας, επειδή θα διέμεναν εκεί για να ξεκουραστούν και ύστερα θα συνέχιζαν το δρόμο τους. Όμως απαίτησε να βάλουν και τις δώδεκα καμήλες μέσα στην εκκλησία. Οι ιερείς της εκκλησίας τον παρακάλεσαν να μη βεβηλώσει την εκκλησία τους. Αλλά αυτός επέμενε και ανέβηκε σ’ ένα ψηλό σημείο του ναού για να τις βλέπει και να τις παρακολουθεί. Όταν τις οδήγησαν λοιπόν στην εκκλησία αμέσως πέθαναν όλες. Και τότε το θαύμα διαδόθηκε και αποδόθηκε στον Άγιο Γεώργιο. Και ο Σαρακηνός εντυπωσιάσθηκε και ζήτησε να τις βγάλουν έξω και να τις θάψουν. Έμεινε στην εκκλησία μέχρι που ήλθε το πρωί ο ιερεύς για να λειτουργήσει. Παρακολούθησε τότε ο Σαρακηνός τις κινήσεις του ιερέα και κατά την ώρα της μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων, είδε, ότι ο ιερεύς αφού επήρε στα χέρια του ένα μικρό παιδί το έσφαξε, και το αίμα του χύθηκε στο άγιο Ποτήριο, και το σώμα του αφού το έκοψε σε μικρά τεμάχια το έβαλε στον ιερό δίσκο. Όταν τελείωσε το Κοινωνικό και είδε ο Σαρακηνός τον ιερέα να μεταδίδει στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού, θύμωσε πολύ. Ύστερα από αυτήν την οπτασία ο Σαρακηνός ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες και να πάρει εξηγήσεις για τα όσα συνέβηκαν. Και ο ιερέας του εξήγησε σχετικά με την θεία Ευχαριστία και ακόμη του είπε ότι αξιώθηκε να δει ένα όραμα που μόνον οι Μεγάλοι Πατέρες έχουν δει. Εγώ, του λέει ο ιερέας, δεν αξιώθηκα ποτέ να δω το φρικτό αυτό Μυστήριο και βλέπω μόνο άρτο και οίνο. Εξήγησε κατόπιν στον άρχοντα Σαρακηνό το θαυμαστό Μυστήριο. Τότε ο Σαρακηνός θέλησε να βαπτισθεί, γιατί πλέον είχε πιστέψει ότι η χριστιανική πίστη ήταν η πιο σωστή και αληθινή. Ο ιερέας τότε του είπε να πάει στα Ιεροσόλυμα να βαπτισθεί, γιατί όταν θα το πληροφορούνταν ο θείος του Σαρακηνού, που ήταν βασιλιάς της Συρίας, θα τον σκότωνε και θ’ άρχιζε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Έτσι λοιπόν ο Σαρακηνός πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου υπήρχε άλλος ηγεμόνας και εβαπτίσθη από τον Πατριάρχη. Ύστερα μάλιστα από λίγες ημέρες συμβουλεύθηκε τον Πατριάρχη τι έπρεπε να κάνη για να σωθεί. Τότε ο Πατριάρχης τον συμβούλεψε να γίνει Μοναχός στο όρος Σινά. Πράγματι πήγε στο Σινά και έγινε Μοναχός. Ύστερα από τρία χρόνια πήρε άδεια από τον Ηγούμενό του και έφυγε για να συναντήσει τον ιερέα του Αγ. Γεωργίου που τον είχε συμβουλεύσει να βαπτισθεί. Όταν έφθασε εκεί, ο ιερέας δεν τον αναγνώρισε. Αφού του αποκάλυψε ποιος ήταν του εξέφρασε την επιθυμία και τον πόθο να δει τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Ο ιερέας τότε δόξασε τον Θεό και του είπε: «Πήγαινε τέκνον μου στο θείο σου Αμιράν και ομολόγησε την πίστη σου τόσον σ’ αυτόν όσον και σ’ όλους τους Σαρακηνούς». O Μοναχός όταν άκουσε τα λόγια του θεοσεβούς ιερέως συγκινήθηκε και ξεκίνησε αμέσως να πάει στην πόλη, όπου ο θείος του ήταν Άρχοντας. Όταν έφθασε λοιπόν εκεί περίμενε να νυχτώσει και ανέβηκε στον μιναρέ του τζαμιού και άρχισε να φωνάζει: «Τρέξετε εδώ, Σαρακηνοί, διότι έχω να σας πω ένα λόγο». Τότε οι Σαρακηνοί έτρεξαν με λαμπάδες και όταν είδαν τον Μοναχό ερώτησαν τι είχε να τους πει. Ο Μοναχός τους είπε: «Με ερωτάτε τι έχω να σας πω; Λοιπόν σας ερωτώ: Πού είναι ο ανεψιός του Αμιρά που έφυγε κρυφά;» Εκείνοι του απήντησαν: «Αν μας πεις που ευρίσκεται θα σου δώσουμε όσα λεπτά θέλεις». Ο Μοναχός τους είπε: «Οδηγήστε με στον Αμιράν για να σας το πω». Αφού άρπαξαν λοιπόν τον Μοναχό με μεγάλη χαρά τον οδήγησαν στον Αμιράν λέγοντες: «Αυτός ο Μοναχός γνωρίζει πού είναι ο ανεψιός σου». Ο Αμιράς τότε ρώτησε αν στα αλήθεια ξέρει πού ευρίσκεται. Και εκείνος του αποκρίθηκε: «Ναι, τον ξέρω. Εγώ ο ίδιος είμαι. Όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, την μία Θεότητα και ομολογώ ότι ο Υιός του Θεού εσαρκώθη εκ της Αειπαρθένου Μαρίας και έκαμε στο κόσμο μεγάλα και θαυμάσια και εσταυρώθη και τη Τρίτη ημέρα ανέστη και ανελήφθη στους ουρανούς και εκάθησε εν δεξιά του Θεού και Πατρός και μέλλει να έλθη να κρίνη ζώντας και νεκρούς». Μόλις ήκουσε αυτό ο θείος του ο Αμιράς εξεπλάγη και του είπε: «Τι έπαθες ταλαίπωρέ μου να αφήσεις το σπίτι σου, τα πλούτη σου, την δόξα σου και να περπατάς έτσι περιφρονημένος σαν ζητιάνος; Επίστρεψε λοιπόν στη θρησκεία σου και παραδέξου ως προφήτη σου τον Μωάμεθ για να γυρίσεις πάλιν στην πρώτη σου κατάσταση». Ο Μοναχός τότε του είπε: «Όσα καλά είχα όταν ήμουν Σαρακηνός, ήταν μερίδα του διαβόλου. Αυτό το τρίχινο ένδυμα που φορώ τώρα είναι τα καύχημα και ο πλούτος μου και κυρίως ο αρραβών της δόξης που πρόκειται ν’ απολαύσω για την αληθινή πίστι του Χριστού μου. Τον Μωάμεθ που σας επλάνεψε, καθώς και την θρησκεία του, αναθεματίζω και αποστρέφομαι εντελώς». Όταν ήκουσε αυτά ο Αμιράς είπε προς τους παρευρισκομένους Σαρακηνούς ότι ο ανεψιός του έχασε τα λογικά του και να τον διώξουν. Αυτό βέβαια το έκανε για να τον γλυτώσει από το νόμο που προέβλεπε για τους υβριστές της θρησκείας θανατική ποινή. Εκείνοι μόλις ήκουσαν τον Αμιράν είπαν: «Αφήνεις ελεύθερον αυτόν που ύβρισε τον προφήτη και την θρησκεία μας; Ας αρνηθούμε και εμείς λοιπόν την θρησκεία μας και ας γίνουμε Χριστιανοί». Ο Αμιράς επειδή φοβήθηκε τον όχλο, μήπως εξαγριωθεί περισσότερο, έδωκε την άδεια να τον κάνουν ό,τι θέλουν. Εκείνοι τον άρπαξαν ενώ έτριζαν τα δόντια τους με λύσσα και αφού τον οδήγησαν έξω από την πόλη, τον λιθοβόλησαν ενώ εκείνος προσευχόταν και ευχαριστούσε τον Θεό, γιατί τον αξίωσε να μαρτυρήσει για το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτό ήταν το τέλος του θαρραλέου ομολογητού Μοναχού ο οποίος στεφανώθηκε με τον στέφανο του Μαρτυρίου. Κάθε νύκτα πάνω από τον σωρό των πετρών φαινόταν ένα άστρο λαμπρό και φώτιζε τον τόπον εκείνον. Οι Σαρακηνοί μάλιστα θαύμαζαν για το γεγονός. Ύστερα από αρκετό καιρό ο Αμιράς έδωκε άδεια στους Χριστιανούς να βγάλουν το άγιο λείψανο του Μάρτυρος από τις πέτρες για να το ενταφιάσουν. Όταν λοιπόν σήκωσαν τις πέτρες βρήκαν το λείψανο σώο και αβλαβές και ανέδιδε ευωδία. Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια το ενταφίασαν με ύμνους και ψαλμωδίες δοξάζοντες τον Κύριον.
5) Το θαύμα του Δράκοντος
Στην Ανατολική επαρχία της Ατταλείας και στην πόλη Αλαγία βασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ χριστιανομάχος. Είχε βασανίσει πολλούς χριστιανούς για ν’ αρνηθούν την πίστη τους και έπειτα τους φόνευε. Κοντά στην πόλη υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατέτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθεί και απέφευγαν να περνούν απ’ εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συγκέντρωσε τον στρατό του και πήγαν για να σκοτώσουν το άγριο θηρίο. Όμως τίποτα δεν επέτυχαν και επέστρεψαν άπρακτοι. Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώσει τον δράκοντα, πήγαν να τον ερωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρει τρόπους να εξοντώσει το φοβερό θηρίονι. Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλή που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε προς το πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να φονεύσουμε το θηρίο και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των θεών. Τώρα λοιπόν κατά την εντολή τους θα πρέπει ο καθένας μας να στέλνει το παιδί του για να το τρώγει ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν θα έλθει η σειρά της». Έτσι λοιπόν ο λαός υπάκουσε στη διαταγή του βασιλιά γιατί δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Έστελναν λοιπόν τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους για να καταβροχθίζονται από το θηρίο. Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του, το πρόσωπό του, τραβούσε τα γένια του και με λυγμούς έλεγε: «Αλίμονο σε μένα τον ταλαίπωρον! Τι να πρωτοκλάψω γλυκύτατόν μου παιδί; Τον χωρισμόν μας ή τον ξαφνικόν σου θάνατον που πρόκειται να ίδω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένο μου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμον που σε λίγο θα νιώσεις καθώς θα σε κατασπαράζει το άγριο θηρίο; Αλίμονο, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και περίμενα την ώρα που θα εόρταζα τους χαρούμενους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πώς θα ζήσω μακριά σου; Τι τη θέλω την ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;» Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητος βασιλιάς. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με ελεήσετε και να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε, και ακόμη την βασιλεία μου, αλλά να μου κάνετε μίαν χάρη. Να μου χαρίσετε το αγαπημένο και μονάκριβο παιδί, αλλιώς αφήστε με κι εμένα να πάω μαζί της». Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλιά γιατί αυτός ήταν που εξέδωσε διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά τους τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν ότι έπρεπε να εφαρμοστεί και στο παιδί του η διαταγή του.
Μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά ο βασιλιάς την συνόδευσε μέχρι την πύλη της πόλεως. Αφού την αγκάλιασε και την καταφίλησε κλαίοντας την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσουν κοντά στην λίμνη. Πράγματι οι άνθρωποι την άφησαν εκεί και έφυγαν. Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στη λίμνη και περίμενε να έλθει το θηρίο για να την κατασπαράξει. Εκείνον τον καιρό ο Μέγας Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανική του πίστη, ήταν κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδος στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από ένα πόλεμο που συνεξεστράτευσε με τον Διοκλητιανό. Κατ’ οικονομίαν Θεού πέρασε και από την λίμνη και όταν είδε το νερό θέλησε να ποτίσει τον ίππον του και να ξεκουραστεί και ο ίδιος. Όταν είδε την κόρη να κλαίει ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμο την πλησίασε και την ερώτησε γιατί έκλαιγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη. Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθεί τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρακάλεσε να ιππεύσει τον ίππο του και να φύγει όσον πιο σύντομα ημπορούσε, γιατί κινδύνευε να χάση την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος. Και ο άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό που πιστεύω εγώ, ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατον. αλλιώς θ’ αποθάνω μαζί σου».
Τότε η κόρη στέναξε πικρώς και διηγήθηκε στον άγιο τα όσα συνέβησαν. Αφού άκουσε ο άγιος τα γεγονότα ερώτησε την κόρη: «Ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός σε ποιόν Θεόν πιστεύουν;» Και εκείνη αποκρίθηκε: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεά Άρτεμη». Ο Άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μη φοβάσαι ούτε και να κλαις. Μόνον πίστεψε στον Χριστό που πιστεύω εγώ και θα δεις την δύναμιν του Θεού μου». Η βασιλοπούλα απήντησε στον άγιο: Πιστεύω, Κύριέ μου, μ’ όλη μου την ψυχή και μ’ όλη μου την καρδιά». Ο άγιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στο θεό που δημιούργησε τον ουρανό και την γη και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήσει την δύναμιν του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμη θα διώξουν το φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε λοιπόν εδώ και μόλις δεις το θηρίο να έρχεται, φώναξέ με».
Τότε ο Άγιος έκλινε τα γόνατά του στη γη και αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε λέγοντας: «Ο Θεός ο Μέγας και Δυνατός, ο καθήμενος επί των Χερουβίμ και επιβλέπων αβύσσους, ο ων ευλογητός και διαμένων εις τους αιώνας, Συ γνωρίζεις τας καρδίας ότι είναι μάταιες. Συ, Φιλάνθρωπε Δέσποτα, «ὁ τῶν προαιωνίων θαυμασίων Θεός, τὸν ὁποῖον οὔτε ἔννοια ἠμπορεῖ νὰ συλλάβη οὔτε λόγος νὰ ἑρμηνεύση ἐπίβλεψον καὶ τώρα ἐπ’ ἐμὲ τὸν ταπεινὸν καὶ φανέρωσέ μου τὰ ἐλέη σου. Ὑπόταξε ὑπὸ τοὺς πόδας μου τὸ πονηρὸν αὐτὸ θηρίον, διὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι ὅτι ὑπάρχεις μαζί μου καὶ εἶσαι Σὺ ὁ μόνος Θεὸς καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ἐσένα ἄλλος δὲν ὑπάρχει». Τότε ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό η οποία έλεγε: «Εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, Γεώργιε, καὶ κάνε ὅπως θέλεις, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις τελείωσε την προσευχή ο Άγιος φάνηκε το άγριο θηρίο. Όταν το είδε η κόρη εφώναξε: «Ἀλίμονό μου, κύριέ μου. Ἔρχεται τὸ θηρίο γιὰ νὰ μὲ κατασπαράξει». Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήσει το θηρίο. Ήταν το θηρίο φοβερό. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιο ώστε παρουσίαζε ένα θέαμα φοβερό. Αμέσως ο Άγιος έκαμε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ὁ Θεός μου, ἡμέρεψε γιὰ χάρη μου, ποὺ εἶμαι δοῦλος σου, τὸ θηρίο αὐτὸ γιὰ νὰ πιστέψει ὁ λαὸς στὸ ὄνομά Σου τὸ Ἅγιον». Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του ίππου του αγίου και ενώ κυλιόταν, εβρυχάτο. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα αυτό ένοιωσε μεγάλη χαρά. Και ο Άγιος της είπε: «Βγάλε τὴν ζώνη σου καὶ δέσε μ’ αὐτὴν τὸν δράκοντα ἀπὸ τὸν λαιμὸ». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνη της και έδεσε τον δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιο που την γλύτωσε από τον βέβαιον θάνατον. Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογό του είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τὸν δράκοντα μὲ τὴν ζώνη σου μέχρι τὴν πόλη».
Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενο συμβάν ότι δηλαδή μια κόρη σύρει τον δράκοντα δεμένο, ετράπησαν σε φυγή. Ο Άγιος Γεώργιος τους φώναξε: «Μὴ φοβεῖσθε, σταθῆτε καὶ θὰ δῆτε τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία σας». Τότε σταμάτησαν όλοι απορημένοι και περίμεναν να δουν τι θα τους δείξει. Τους προέτρεψε λοιπόν να πιστέψουν στον Αληθινό Θεό και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού σήκωσε το χέρι του κτύπησε με το ακόντιο τον δράκοντα και το φοβερό τέρας σκοτώθηκε. Έπειτα, αφού επήρε από το χέρι την βασιλοπούλα την παρέδωσε στον βασιλιά. Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού γονάτισαν, καταφιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθον Θεόν, διότι τους ελευθέρωσε από το θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους. Ο Άγιος Γεώργιος κάλεσε από κάποια πόλη της Αντιοχείας τον Επίσκοπον Αλέξανδρον και βάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντας και ολόκληρο τον λαό. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαρανταπέντε χιλιάδες. Αφού λοιπόν βαπτίσθηκαν όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανό έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία επ’ ονόματι του τρισυποστάτου Θεού. Ο Άγιος επήγε να την δει. Μόλις μπήκε στο Άγιον Βήμα και προσευχήθηκε βγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίσθηκε ευωδία στο Ναό. Η πηγή αυτή σώζεται μέχρι σήμερα.
Ο Διάβολος του στήνει ενέδρα
Ο Άγιος αφού αποχαιρέτησε τον βασιλέα και τον λαόν έφυγε για την πατρίδα του Καππαδοκία. Στο δρόμο του τον συνάντησε ο διάβολος μετασχηματισμένος σε μορφή ανθρώπου. Εκρατούσε και δύο ραβδιά πάνω στα οποία στηριζόταν σαν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σαν νικημένος και καταφρονημένος στρατιώτης. Είπε λοιπόν με ταπείνωση προς τον Άγιον: «Χαῖρε Γεώργιε». Ο Άγιος αμέσως αντελήφθη ότι επρόκειτο περί διαβόλου και του είπε: «Ποιὸς εἶσαι καὶ πῶς μὲ ξέρεις; Ἐὰν δὲν ἤσουνα πονηρὸς διάβολος δὲν θὰ ἠμποροῦσες νὰ μὲ ξέρης, ἐφ’ ὅσον ποτὲ δὲν μ’ ἔχεις ξαναδεῖ». Ο διάβολος είπε: «Πῶς τολμᾶς νὰ ὑβρίζεις τοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ ρωτᾶς ποιὸς εἶμαι ἐγώ; Μάθε νὰ μιλᾶς καλὰ». Ο Άγιος τότε αποκρίθηκε: «Ἂν εἶναι ἔτσι ὅπως μου τὰ λὲς καὶ εἶσαι Ἄγγελος ἀκολούθησέ με. Ἂν ὅμως εἶσαι πνεῦμα πονηρὸν νὰ μὴν μετακινηθεῖς ἀπὸ τὴ θέση σου». Μόλις τελείωσε τον λόγο του αυτό ο Άγιος, ο διάβολος βρέθηκε δεμένος και εφώναξε δυνατά: «Ἀλίμονό μου! Τί κακὴ ὥρα ἦταν αὐτὴ ποὺ σὲ συνάντησα! Τί κακὸ ἔπαθα νὰ πέσω στὰ χέρια σου ὁ ταλαίπωρος!».
Ο Άγιος βεβαιώθηκε ότι ήταν πνεύμα πονηρό και του είπε: «Σὲ ὁρκίζω στὸ Θεό, νὰ μοῦ πεῖς τί ἐπρόκειτο νὰ μοῦ κάνης». Και ο δαίμονας είπε: «Ἐγώ, Γεώργιε, εἶμαι ἀπὸ τὸ δεύτερον τάγμα τοῦ σατανᾶ καὶ ὅταν ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸν οὐρανὸ καὶ διαχώριζε τὴν γῆ ἀπὸ τὰ ὕδατα ἤμουν παρών. Ἐγὼ ἔκαμα φοβερὲς βροντὲς καὶ ἀστραπές, ἐγὼ ἔδεσα κεφαλὲς καὶ τώρα ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφάνειάς μου κατάντησα κάτω στὸν Ἅδη καὶ ἔγινα δαίμονας. Ἀλίμονό μου, Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τὴν χάριν πού σοῦ δόθηκε καὶ ἦλθα νὰ σὲ παραπλανήσω νὰ μὲ προσκυνήσεις. Ἀλλὰ πλανήθηκα καὶ ἀπατήθηκα. Ἀλίμονό μου τί κακὸν ἐζήτησα νὰ πάθω καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ λυθῶ! Σὲ παρακαλῶ, Γεώργιε, ἐνθυμήσου τὴν προηγούμενή μου εὐτυχία καὶ μὴν μὲ ἀφήσεις νὰ ἐπιστρέψω στὴν ἄβυσσο, γιατί σοῦ τὰ εἶπα ὅλα». Τότε ο Άγιος αφού ύψωσε τα χέρια στον ουρανό είπε: «Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριέ μου, διότι μοῦ παρέδωκες στὰ χέρια μου τὸν πονηρὸν δαίμονα, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ σταλεῖ σὲ σκοτεινὸ τόπον γιὰ νὰ τιμωρεῖται αἰώνια». Μόλις είπε αυτά ο Άγιος επιτίμησε και απέλυσε το πονηρό πνεύμα. Έκτοτε ο Άγιος προγνώριζε ότι είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήσει για την αγάπη του Χριστού. Έτσι επήγε στον Διοκλητιανό όπου με θάρρος διεκήρυξε την πίστη του και μαρτύρησε δίνοντας το αίμα του για την αγάπη του Χριστού.
Γ. ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΝ ΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΕΝ ΑΓΙΩ ΌΡΕΙ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΩΝ
α) Περί της εκ της Μονής Φανουήλ θαυμασίως μεταφερθείσης
Επί της βασιλείας του Λέοντος Σοφού (886-912) ήσαν τρεις γνήσιοι αδελφοί, Μωϋσής, Ααρών και Βασίλειος και η καταγωγή τους ήταν από την μεγαλούπολη Λιγχίδα η οποία μετονομάσθηκε αργότερα σε Οχρίδα. Αυτοί λοιπόν απεφάσισαν να εγκαταλείψουν τον κόσμον, τον πλούτον, την δόξαν και να πάρουν το Αγγελικό Σχήμα. Έφθασαν στο Άγιον Όρος και αφού βρήκαν ήσυχον τόπον κατασκεύασαν τρεις σκηνές όπου έμειναν γι’ αρκετό διάστημα και συναντιόταν μόνο την Κυριακή. Διαδόθηκε λοιπόν η φήμη της αρετής τους και γι’ αυτό πολλοί προσέρχονταν κοντά τους και δεν έφευγαν.
Βρήκαν και ένα χώρο όπου έκτισαν Μοναστήρι. Αφού έκτισαν και τον Ναόν εσκέπτοντο πώς να τον ονομάσουν. Άλλοι έλεγαν να τον αφιερώσουν στον Άγιο Νικόλαο, άλλοι στον Άγιο Κλήμεντα Αρχιεπίσκοπον Αχρίδος που ήταν και συμπατριώτης τους και ο καθένας λοιπόν ήθελε να δώση στο ναό το όνομα του Αγίου που έτρεφε μεγαλυτέραν ευλάβειαν. Επειδή λοιπόν δεν συμφωνούσαν απεφάσισαν να προσφύγουν δια της προσευχής στο Θεό και να δεηθούν ώστε Αυτός να αποφασίσει και διατάξει σε ποιόν από τους Αγίους Του θα αφιερώσουν τον Ναό και ποια εικόνα θα ζωγραφίσουν στην σανίδα που ετοίμασαν. Προσευχήθηκαν λοιπόν και οι τρεις ο καθένας στο ησυχαστήριό του. Κατά την διάρκεια που προσεύχονταν διεχύθη από τον νεόκτιστον Ναόν ένα ασυνήθιστον φως λαμπρότερον από τις ακτίνες του ηλίου γύρω από τα κελιά των μοναχών. Οι μοναχοί κατελήφθησαν από φόβο και απορία και έμειναν προσευχόμενοι ολόκληρη την νύκτα.
Την επομένη το πρωί όταν κατέβηκαν οι μοναχοί στην Εκκλησία είδαν με θαυμασμό ότι στη σανίδα που ετοίμασαν να ζωγραφίσουν, ζωγραφίστηκε η εικόνα του Αγ. Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Απ’ αυτήν μάλιστα έβγαινε η λάμψη που φώτιζε τα ταπεινά ησυχαστήρια. Έτσι λοιπόν αφιερώθηκε η εκκλησία στον Άγιο Γεώργιο και η Μονή ονομάσθηκε του Ζωγράφου.
Η θαυματουργική εικόνα υπήρχε στην Μονή του Φανουήλ που βρίσκεται στη Συρία κοντά στη Λύδδα. Κατά την μαρτυρία του Καθηγουμένου της Μονής Φανουήλ, Ευστρατίου, όταν κάποτε ο Θεός ηθέλησε και δικαίως, να τιμωρήσει την Συρία και να την παραδώσει στους Σαρακηνούς, η ζωγραφιά της εικόνος ξαφνικά αποχωρίσθηκε από την σανίδα και αφού ανυψώθηκε κρύφτηκε σε άγνωστο μέρος. Οι μοναχοί τότε επειδή φοβήθηκαν και λυπήθηκαν από το θαύμα, αφού γονάτισαν προσεύχονταν στο Θεό θερμά και με δάκρυα και τον παρακαλούσαν να τους αποκαλύψει πού κρύφτηκε το πρόσωπον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ο Πανάγαθος Θεός άκουσε την δέηση των Μοναχών γι αυτό και παρουσιάσθηκε στον Καθηγούμενον Ευστράτιον ο Άγιος Γεώργιος, ο οποίος του είπε: «Μὴ λυπεῖσθε γιὰ μένα. Ἐγὼ βρῆκα γιὰ τὸν ἑαυτόν μου Μονὴν τῆς Παναγίας στὸν Ἄθω. Ἐὰν θέλετε σπεύσετε καὶ σεῖς πρὸς τὰ ἐκεῖ γιατί ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου εἶναι ἕτοιμη νὰ πέσει στὴν διεφθαρμένη Παλαιστίνη καὶ σχεδὸν σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν Χριστιανῶν».
Αφού συγκέντρωσε όλους τους Μοναχούς ο Καθηγούμενος τους ανακοίνωσε τα συμβάντα. Έπειτα κάλεσε και τους εγκρίτους της πόλεως Λύδδας, τους ανήγγειλε τα όσα συνέβησαν περί της αγίας εικόνος και τους παρήγγειλε τα εξής: «Ἐμεῖς φεύγουμε γιὰ τὴν ἁγία Πόλιν τῆς Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὸν Ἅγιον Τάφον τοῦ Κυρίου καὶ ἂς γίνει τὸ θέλημά Του. Ἐσεῖς ἐγκατασταθεῖτε στὴ Μονὴ γιὰ νὰ τὴν προφυλάξετε».
Με δάκρυα και με λύπη έπειτα ξεκίνησαν. Αφού έφθασαν στην Ιόππη βρήκαν πλοίον και ανεχώρησαν για το Όρος Άθω. Ύστερα από αρκετές ημέρες έφθασαν και επήγαν στην Μονή Ζωγράφου. Όταν μπήκαν στο Ναό, προς θαυμασμόν και έκπληξή τους, είδαν την ζωγραφιά του Αγ. Γεωργίου, που είχαν στη Μονή Φανουήλ, να’ ναι προσκολλημένη χωρίς καμμιά αλλοίωση σε μια νέα σανίδα. Τότε με συγκίνηση και δάκρυα γονάτισαν μπροστά στην εικόνα και έλεγαν: «Γιατί μᾶς προξένησες τόση λύπη, Μεγαλομάρτυς Γεώργιε;» Οι Μοναχοί της Ζωγράφου απορούσαν, γιατί συνέβαιναν όλα αυτά τα παράξενα. Όμως εκείνοι τους διηγήθηκαν τα συμβάντα και όλοι δόξαζαν ολοψύχως τον Κυρίον και τον Άγιο Γεώργιον. Τον Καθηγούμενον Ευστράτιον τον έκαμαν Ηγούμενόν τους.
Από τότε άρχισαν να γίνονται από την αγία εικόνα πολλά θαύματα γι’ αυτό και ο κόσμος πήγαινε στη Μονή Ζωγράφου, να προσκυνήσει τον Τροπαιοφόρον Γεώργιον. Η φήμη των θαυμάτων έφθασε μέχρι και τον βασιλέα Λέοντα Σοφόν, ο οποίος ήταν πολύ ευσεβής. Μάλιστα αποφάσισε να πάει αυτοπροσώπως στο Άγιον Όρος για να προσκυνήσει και να ευφρανθεί πνευματικώς με τις ψυχωφελείς συζητήσεις που θα έκανε με τους ασκητές Μωϋσή, Ααρών και Βασίλειον που έγιναν ξακουστοί για την αρετή τους. Ύστερα από τον Λέοντα επεσκέφθη την Μονή και ο βασιλιάς των Βουλγάρων Ιωάννης από το Τίρνοβον. Με την πλούσια βοήθεια αυτών άρχισε να κτίζεται η μεγαλοπρεπής Μονή του Ζωγράφου. Αργότερα η Ιερά Μονή κατεδαφίσθηκε από τους βαρβάρους και τους πειρατές. Η υφιστάμενη Μονή κτίσθηκε από τον Ηγεμόνα της Μολδαβίας Στέφανο.
Η αγία εικόνα έχει μέχρι σήμερα το άκρον του δακτύλου ενός Επισκόπου που χαρακτηριζόταν για την ολιγοπιστία του ως προς την θαυματουργική δύναμη της εικόνος. Ο Επίσκοπος αυτός καταγόταν, κατά την παράδοση, απ’ τα Βοδενά (Έδεσσα) και όταν άκουσε για τα θαύματα της εικόνος θέλησε μαζί με την συνοδεία του να πάει να διαπιστώσει εάν πράγματι ήσαν αληθινά τα όσα διαδίδονται ή ήταν εφευρέσεις των Μοναχών, για λόγους φιλοχρηματίας. Όταν έφθασε στο Άγιο Όρος επήγε και στην Μονή του Ζωγράφου όπου οι εκεί Μοναχοί τον υποδέχθηκαν με την πρέπουσα τιμήν. Εν συνεχεία τον οδήγησαν στον Ναό για να προσκυνήσει τον Άγιο Γεώργιον. Αλλά ο Επίσκοπος αντί να φανεί ταπεινός και σεμνός εξ αιτίας και του επισήμου σχήματός του φάνηκε υπερήφανος και ολιγόπιστος. Αφού με αδιαφορία είδε τον Ναό στάθηκε μπροστά στην εικόνα του Αγ. Γεωργίου και με αλαζονικό ύφος είπε προς τους Μοναχούς: «Ώστε αυτή είναι η θαυματουργός εικόνα του Αγίου Γεωργίου;». Και άγγιξε με τον δάκτυλό του την παρειά του Αγίου. Αμέσως όμως το δάκτυλό του κόλλησε στην εικόνα και μάταια προσπαθούσε να τον ξεκολλήσει. Η αγωνία του και ο φόβος του μεγάλωνε όσο αγωνιζόταν και δοκίμαζε να τον ξεκολλήσει. Κάθε φοράν που προσπαθούσε να το αποχωρήσει από την εικόνα ένοιωθε και πόνους γιατί το δάκτυλό του είχε κολλήσει πολύ δυνατά. Στο τέλος ο δυστυχής Επίσκοπος δέχθηκε, παρά την θέλησή του, να του κόψουν ύστερα από επέμβαση τον δάκτυλό του και έτσι έμαθε καλά εξ ιδίας πείρας την γνησιότητα, την αλήθεια και την δύναμιν των θαυμάτων του ενδόξου Τροπαιοφόρου Γεωργίου.
Η εικόνα του Αγ. Γεωργίου είναι στολισμένη με αργυρούν ένδυμα το οποίον κατασκευάστηκε στην Πετρούπολη, τη ευλογία του Μητροπολίτου Σεραφείμ, καθώς αναγράφεται και στο κράσπεδο του κάτω μέρους του ενδύματος. Η αγιογράφηση της εικόνος είναι Βυζαντινή, αλλά εξ αιτίας της παρόδου του χρόνου είναι σκοτεινή.
β) Περί της εικόνος που ήλθε μέσω θαλάσσης από την Αραβίαν
Υπάρχει κοντά στον κίονα του αριστερού χορού που ευρίσκεται η εικόνα του Αγ. Γεωργίου η εξής χειρόγραφος διήγηση. Η αγία εικόνα ήλθε από την Αραβίαν και βρέθηκε στο λιμάνι της Μονής Βατοπαιδίου. Η απροσδόκητη άφιξη της εικόνος προκάλεσε ταραχή και θόρυβο στο Άγ. Όρος. Διότι η φήμη ξαπλώθηκε γρήγορα και συνέρρεαν μοναχοί απ’ όλα τα Μοναστήρια για να προσκυνήσουν την αγίαν εικόνα που με θαύμα φανερώθηκε στο λιμάνι. Μάλιστα κάθε Μοναστήρι επεδίωκε ν’ αποκτήσει τον θησαυρό αυτό και οι Γέροντες ηρνούντο να την δώσουν στην Μονή Βατοπαιδίου. Τελικά απεφάσισαν να βάλουν κλήρο και να δεχθούν την απόφαση της αγίας εικόνος. Πράγματι επήραν ομοφώνως απόφαση όλοι οι Γέροντες να φορτώσουν την εικόνα, σ’ ένα ξένο και άγριο νέο ημίονο που δεν ήξερε τους δρόμους και τα Μοναστήρια και αφού τον αφήσουν ελεύθερον να τον ακολουθήσουν από μακριά. Εκεί που θα σταματούσε θα έπρεπε να μείνει η ιερά εικόνα. Έτσι και έγινε. Αφού οδήγησαν τον ημίονο στο δρόμο Θεσσαλονίκης – Αγίου Όρους τον άφησαν στην θέλησή του. Και ο ημίονος με αργό και ισόμετρο περπάτημα σαν να ένοιωθε ότι μετέφερε ιερό φορτίο πέρασε από δύσβατους τόπους, δάση και υψώματα και έφθασε στη Μονή Ζωγράφου και στάθηκε ακίνητος σ’ έναν ωραιότατο λόφον.
Μ’ αυτό τον τρόπο πληροφορήθηκαν όλοι ότι η θέληση του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ήταν να μείνει η ιερή του εικόνα στη Μονή Ζωγράφου. Όλοι οι Μοναχοί δέχθηκαν στη Μονή με χαρά και με πνευματική πανήγυρη την ιερή εικόνα και την τοποθέτησαν στον κίονα του αριστερού χορού. Ο ημίονος που μετέφερε των αγίαν εικόνα μόλις του την ξεφόρτωσαν εξέπνευσε και τον έθαψαν στον τόπον εκείνον. Σε ανάμνηση για τον ερχομό της ιερής εικόνος του Αγ. Γεωργίου έκτισαν στον λόφο ένα κελί και μικρή εκκλησία στο όνομα του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
γ) Περί της αγίας εικόνος που αφιέρωσε ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος
Στον βορειοδυτικό κίονα, στον οποίο στηρίζεται και ο τρούλος, είναι αναρτημένη και άλλη εικόνα του Αγ. Γεωργίου, για την οποίαν υπάρχει η εξής χειρόγραφος διήγηση στη Μονή Ζωγράφου. Ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος είχε, ως γνωστόν, συνεχώς πολέμους με τους Τούρκους. Κάποτε συγκεντρώθηκαν τα τούρκικα ασκέρια, που ήσαν αναρίθμητα, αποφασισμένα να τον αφανίσουν. Όταν είδε ο Στέφανος το πλήθος του εχθρού φοβήθηκε. Αμέσως όμως συνήλθε και με θερμή προσευχή κατέφυγε στον Κύριον τον Θεόν και επικαλέσθηκε με δάκρυα την βοήθειά του. Με την εκ βάθους καρδίας προσευχήν του αποκοιμήθηκε. Μόλις τον επήρε ο ελαφρός ύπνος του εμφανίσθηκε ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος που τον περιέλουζε ένα λαμπρό και θαυμάσιον φως, τα μάτια του άστραφταν και η ουράνια δόξα τον περιέβαλλε. Ο Στέφανος αν και κοιμόταν φοβήθηκε και τρόμαξε. Τότε ο Άγιος του είπε: «Έχε θάρρος στον Κύριό σου και μη φοβάσαι το πλήθος αυτό. Αύριο συγκέντρωσε όλο το στράτευμά σου και οδήγησέ το εναντίον των εχθρών του Χριστού με φωνές πανηγυρικές και σάλπιγγες και θα δεις την δύναμη του Θεού μας που πάντα σε βοηθά. Γι’ αυτό τον λόγο στάθηκα εδώ, για να σου αποκαλύψω ποιος θα νικήσει και να σου αναφέρω ότι η δύναμις του Θεού είναι μαζί σου και ότι ακόμη και εγώ θα σε βοηθήσω στη μάχη αυτή. Για όλα αυτά ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου που είναι αφιερωμένη στ’ όνομά μου, και που ερημώθηκε. Στείλε μάλιστα και την ιδική μου εικόνα που έχεις μαζί σου». Ο Στέφανος επήρε θάρρος από την εμφάνιση του Αγίου και ακόμη από την υπόσχεση που του έδωσε ότι θα τον βοηθούσε, θεία χάριτι. Αφού μάλιστα έφερε και την αγία εικόνα μαζί του με την φωνή των σαλπίγγων επέπεσε ξαφνικά σαν λαίλαπας δυνατός στον όγκο των Οθωμανών και τους συνέτριψε χωρίς χρονοτριβή και τους διέλυσε. Ύστερα απ’ ολίγον καιρό έστειλε και την αγίαν εικόνα στο Άγιον Όρος και ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου, σύμφωνα με την θέλησαν του Αγίου, αφού αφιέρωσε σ’ αυτή και πολλά αφιερώματα.
Κάποιος Ρώσος συγγραφέας αναφερόμενος στην αγία εικόνα του Αγ. Γεωργίου γράφει τα εξής: «Κατά τον 15ον αιώνα εφάνη και άλλος ευεργέτης της Μονής Ζωγράφου ο Στέφανος που ήταν επίσημος Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, ο οποίος ηγωνίσθη πολλές φορές εναντίον των Οθωμανών πάντοτε τροπαιοφόρως. Όταν τον περικύκλωσαν κάποτε αμέτρητα πλήθη εχθρού σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα ημπορούσε να σώση τους περιβόλους του φρουρίου. Τότε φάνηκε πάνω στο τείχος η μάνα του, η οποία του είπε: «Δεν θα επιτρέψω ποτέ στους εχθρούς σου να ανοίξουν τις πύλες του φρουρίου σου. Εάν δεν νικήσης και δεν ημπορέσης να αντισταθής σ’ αυτούς στο πεδίον της μάχης, ελάχιστη ελπίδα σου απομένει για τους περιβόλους». Εκείνο λοιπόν το βράδυ φάνηκε ο Άγιον Γεώργιος προς τον συγχυσμένο ηγεμόνα Στέφανο και του υπεσχέθη την νίκη. Επίσης τον διέταξε ν’ αποστείλει την αγία εικόνα που είχε πάντοτε μαζί του ο Στέφανος στην Μονή Ζωγράφου, και να την ανακαινίσει γιατί ήδη ήταν ερημωμένη. Η νίκη έστεψε τα όπλα του ηγεμόνος που κατατρόπωσε τον εχθρό. Ο Στέφανος εκπλήρωσε την εντολή του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου και την εικόνα απέστειλε και την Μονή μεγαλοπρεπώς ανακαίνισε. Και οι τρεις εικόνες του Αγίου Γεωργίου είναι περιβεβλημένες με ωραιότατα αργυρά ενδύματα που είναι κοσμημένα με πολύτιμους λίθους. Μάλιστα όλος ο διάκοσμός τους τεχνουργήθηκε στη Ρωσία.
δ. Περί της θαυμαστής εικόνος του αγίου Γεωργίου που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος.
Στον Άγιο Όρος σώζεται η αρχαία προφορική παράδοση και για την αγίαν εικόνα που υπήρχε κατά τους χρόνους των ασεβών και κακοδόξων εικονομάχων που με βασιλικά διατάγματα καίγονταν οι άγιες και σεβαστές εικόνες. Στα χρόνια εκείνα λοιπόν οι υπηρέτες του παρανόμου βασιλιά ερευνούσαν και προσπαθούσαν να βρίσκουν τις άγιες εικόνες για να τις συντρίβουν και να τις ρίχνουν στη φωτιά. Βρήκαν λοιπόν και την αγία αυτήν εικόνα και την έριξαν στη φωτιά για να καεί. Αλλά μάταια κοπίαζαν οι ανόητοι, διότι η αγία εικόνα έμεινε άφλεκτος μέχρι που έσβησε τελείως η φωτιά. Οι εικονομάχοι όταν είδαν ότι ελάχιστα η φωτιά πείραξε τα ενδύματα του Αγίου και το πρόσωπό του τίποτα δεν έπαθε, εξεπλάγησαν. Ένας μάλιστα περισσότερο ασεβής έμπηξε μαχαίρι στο πηγούνι του Αγίου και αμέσως έτρεξε αίμα καθαρό. Τότε όλοι όσοι είδαν το θαύμα έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του. Ένας ευσεβής χριστιανός αφού παρέλαβε την αγία εικόνα και ήλθε στον γιαλό, προσευχήθηκε θερμά προς τον Κύριο για να σταματήσει η φρικτή θύελλα της εικονομαχίας. Έπειτα αφού γύρισε προς την αγία εικόνα είπε: «Μεγαλομάρτυρα του χριστού Τροπαιοφόρε Γεώργιε, Συ ο οποίος και στη ζωή αλλά και μετά θάνατον έκαμες τόσα πολλά θαύματα και που μόλις τώρα άφησες άφλεκτο την αγία σου εικόνα, διεφύλαξε και τώρα αυτήν και από την θάλασσα και μετέφερε την όπου συ γνωρίζεις και επιθυμείς προς δόξα του Θεού μας». Και μόλις τελείωσε έβαλε την εικόνα στη θάλασσα.
Ο Χριστιανός εκείνος έφυγε. Ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος φρόντισε ώστε η αγία του εικόνα να φθάσει στο Άγιον Όρος όπου και άλλες εικόνες η θεία Πρόνοια οδήγησε. Η εικόνα τοποθετήθηκε κοντά στην Μονή Ξενοφώντος όπου έρρεαν τα ιαματικά όξινα νερά. Υπήρχε μάλιστα εκεί ένα Μονύδριον αφιερωμένο στον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο. Ακόμη σώζεται ο ναΐσκος αυτός όπου οι μοναχοί όταν είδαν την εικόνα του Αγ. Γεωργίου την μετέφεραν εκεί γεμάτοι χαρά και ευλάβεια. Ύστερα έκτισαν Ναό κοντά στο ναΐδριον. Όταν αυξήθηκαν οι μοναχοί και μεγάλωσε και η Μονή ονομάσθηκε του Αγ. Γεωργίου. Οι Μοναχοί εορτάζουν καθημερινώς μαζί με τον Άγιο Γεώργιο και τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο και τους μνημονεύουν κατά τας απολύσεις των ακολουθιών.
Η αγία εικόνα ευρίσκεται στο μεγάλο Καθολικό νέον Ναό του Αγίου Γεωργίου στον ανατολικό κίονα του δεξιού χορού και έχει ζωγραφισμένο ολόσωμο τον Μεγαλομάρτυρα και σε ένδειξη του θαύματος φέρει και την πληγή στο πηγούνι και το αίμα του είναι πηγμένο σ’ αυτήν. Μέχρι σήμερα το θαυμαστό φαινόμενο κηρύττει περίτρανα τα πάμπολλα θαύματα που επιτέλεσε και επιτελεί ο Μεγαλομάρτυς Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 23 Ἀπριλίου. Ἐὰν ὅμως τὸ Πάσχα πέφτει μετὰ τὶς 23 Ἀπριλίου, τότε ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἑορτάζεται τὴν ἑπόμενη (δεύτερη) ἡμέρα τοῦ Πάσχα (Δευτέρα τῆς Διακαινησίμου).
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ήχος δ’
Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ Ήχος δ’ Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Γεωργηθεῖς ὑπὸ Θεοῦ ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας γεωργὸς τιμιώτατος, τῶν ἀρετῶν τὰ δράματα συλλέξας σ’ ἐαυτῶ, σπείρας γὰρ ἐν δάκρυσιν, εὐφροσύνη θερίζεις. ἀθλήσας δὲ δι’ αἵματος, τὸν Χριστὸν ἐκομίσω καὶ ταῖς πρεσβείαις Ἅγιε ταῖς σαῖς, πάσι παρέχεις, πταισμάτων συγχώρησιν.