ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ

(Eπιτρέπεται η λήψη ή η δημοσίευση μέρους ή όλου του περιεχομένου των διαφόρων θεμάτων που καταχωρούνται στην παρούσα ιστοσελίδα μας με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή λήψης αυτών  www.galilea.gr)

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ  Ἦχος γ´. Θείας πίστεως

Νίκην ἤνεγκε, τὴ Ἐκκλησία, ἡ σὴ ἔνθεος, ὁμολογία, Νικηφόρε Ἱεράρχα θεόληπτε τὴν γὰρ Εἰκόνα τοῦ Λόγου σεβόμενος, ὑπερορία ἀδίκως ὠμίλησας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ:
Πρόλογος:
Ὁ Θεοφόρος Ἅγιος Νικηφόρος, ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 758 μ.Χ., ἀπὸ περιφανεῖς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν βασιλικὸ γραμματέα καὶ νοτάριο Θεόδωρο καὶ τὴν Εἰρήνη. Ὁ πατέρας του ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ τὸν Κοπρώνυμο (741 – 775 μ.Χ.) στὰ Μύλασσα τῆς Καρίας, διότι ἦταν ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἀργότερα τὸν ἐξόρισε στὴ Νίκαια, ὅπου μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια ἀπέθανε.
Μοναχισμός:
Ὁ Νικηφόρος εἶχε καλὴ ἐκπαίδευση καὶ ἐχρημάτισε βασιλικὸς γραμματέας, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχε κλίση στὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀποσύρθηκε σὲ κάποιο λόφο ἀπέναντι τοῦ Θρακικοῦ Βοσπόρου, ὅπου μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς ἀνέβαινε τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν μὲ συνεχῆ ἄσκηση καὶ προσευχή.
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως:
Γενόμενος γνωστὸς γιὰ τὶς ἀρετές του στὴν Κωνσταντινούπολη, προσκλήθηκε καὶ ἀ-νέλαβε τὴ διεύθυνση κάποιου πτωχοκομείου τῆς πόλεως. Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος Ταράσιος († 25 Φεβρουαρίου), ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Α΄ τοῦ Λογοθέτου (803 – 811 μ.Χ.), μὲ τὴν ψῆφο τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ἐξελέγη στὶς 5 Ἀπριλίου 806 μ.Χ. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐχειροτονήθηκε στὶς 12 τοῦ ἰδίου μηνὸς κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πάσχα.
Ὅσο ζοῦσε ὁ βασιλεὺς Νικηφόρος καὶ οἱ διάδοχοί του Σταυράκιος (811 μ.Χ.) καὶ Μι-χαὴλ Α΄ ὁ Ραγκαβὲς (811 – 813 μ.Χ.), ἡ πατριαρχεία τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου ἦταν ὁμαλὴ καὶ ἀπερίσπαστη. Ὄταν ὅμως αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Λέων Ε΄ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν εἰκονομάχος, ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἦταν ἀντίπαλος καὶ ἀτρόμητος ἐπιτιμητὴς τῆς βασιλικῆς ἀσέβειας. Ὁ Πατριάρχης ἅγιος Νικηφόρος παρέλαβε τὸν Ὅσιο Θεοφύλακτο Νικομηδείας, τὸν Ἅγιο Αἰμιλιανὸ Κυζίκου, τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο Σαρδέων, τὸν Εὐδόξιο Ἀμορίου, τὸν Ἅγιο Μιχαὴλ Συνάδων καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωσὴφ Θεσσαλονίκης καὶ ἐπῆγε στὸ παλάτι, γιὰ νὰ ἐλέγξει τὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἐπιστρέψει στὴν ὀρθὴ πίστη. Ὁ αὐτοκράτορας ἔμενε ἀμετάπειστος καὶ τοὺς κατεδίκασε ὅλους σὲ ἐξορία.
Εξορία – Κοίμηση:
Ὁ Πατριάρχης Νικηφόρος ἐξορίσθηκε ἀρχικὰ στὴ Χρυσούπολη καὶ στὴ συνέχεια στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου κοντὰ στὸν Ἀκρίτα (Ἀρετζοῦν). Ἐκεῖ συνδέθηκε περισσότερο μὲ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς ἐξορισμένος.
Ὄταν μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, δολοφονηθέντος τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος, ἔγινε βασιλέας ὁ Μιχαὴλ Β΄ ὁ Τραυλὸς (820 – 829 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐζήτησε τὴν ἀποκατάστασή του. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ἐδέχθηκε τὴν πρόταση αὐτή, ἀλλ’ ὑπὸ τὸν ὅρο ὁ Ἅγιος νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ὑφιστάμενη ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ νὰ μὴν κινήσει τὸ θέμα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος ἀπέκρουσε τὸν ὅρο αὐτὸ καὶ ἐπροτίμησε τὴν ἐξορία, ὅπου καὶ ἀπέθανε τὸ 829 μ.Χ. σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἑτῶν περίπου.
Αναστήλωση Ι.Εικόνων – Ανακομιδή Ι.Λειψάνου:
Μετὰ τὴν κατάπαυση τῆς εἰκονομαχίας καὶ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος Α΄ (842 – 846 μ.Χ. (ὁ ὁποῖος θέσπισε νὰ ἑορτάζεται πανηγυρικὰ ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἀναστήλωσις τῶν ἱερῶν Εἰκόνων τὴν Α΄Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας) εἰσηγήθηκε στοὺς βασιλεῖς Μιχαὴλ καὶ Θεοδώρα (842 – 867 μ.Χ.), «τῶν εὐσεβεστάτων τὴν Βασιλείαν τῶν Ρωμαίων ἰθυνόντων» ὅτι δὲν εἶναι δίκαιο τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου νὰ βρίσκεται ἐκτὸς τῆς Πόλεως· «Οὐ δίκαιόν ἐστιν τὸν αἰδέσιμον καὶ πανόσιον ἐν Πατριάρχαις Νικηφόρον, ὑπὲρ τῆς ἀμωμήτου Πίστεως τῆς Ἱεραρχίας καὶ τοῦ Θρόνου ἐξωσθέντα, καὶ ἐν ὑπερορίᾳ τὴν ζωὴν συμπεράναντα, μὴ τὸ τίμιον αὐτοῦ καὶ ἱερὸν Λείψανον ἔνδον Κων/πόλεως γενέσθαι». Καὶ τότε οἱ βασιλεῖς ἐνέκριναν τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀπεστάλησαν ὁ Πατριάρχης μέγας Μεθόδιος «σύν Ἱερεῦσι καὶ Μονασταῖς καὶ πλῆθος Λαοῦ» καὶ τῶν αὐτοκρατόρων οἱ ἁρμόδιοι, οἱ ὁποῖοι ἄνοιξαν τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου καὶ βρῆκαν τὸ ἱερὸ σκήνωμα αὐτοῦ ἀκέραιο καὶ ἄθικτο μετὰ δέκα ἐννέα ἔτη ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Μὲ ἱερὲς ὑμνωδίες καὶ μεγα-λοπρέπεια, ἱερεῖς καὶ μοναχοὶ, τὸ ἔβαλαν σὲ βασιλικὴ τριήρη καὶ τὸ ἔφεραν στὴ Βασιλεύουσα. Ὅταν τὸ βασιλικὸ πλοῖο προσέγγισε στὸν πορθμὸ τῆς Ἀκροπόλεως, ἐξῆλθαν μὲ λαμπάδες ὁ αὐτοκράτορας καὶ ἡ σύγκλητος γιὰ νὰ προϋπαντήσουν τὸ ἱερὸ λείψανο, τὸ ὁποῖο «κατησπάζοντο καὶ ἐπ’ ὤμων φέροντες, ἐν τῇ μεγάλῃ ἀπέθεντο Ἐκκλησία», τὴν Ἁγία Σοφία ὅπου τελοῦσαν πολλές ἀγρυπνίες καί θεῖες Λειτουργίες. Τελικὰ ἀπὸ ἐκεῖ, τὸ ἔτος 846 μ.Χ. (13 Μαρτίου), τὸ κατέθεσαν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ἕως τότε ἐτελεῖτο, (2 Ἰουνίου), ἡ Σύναξη αὐτοῦ. Ἐκεῖ ἐκκλησιαζόταν τὴ Δευτέρα τοῦ Πάσχα καὶ ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος πρὸ τοῦ τά-φου τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου ἄναβε κεριὰ καὶ προσευχόταν.
Τιμία Κάρα:
Σήμερα ἡ Τιμία Κάρα τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νικηφόρου Πατριάρχου Κων/πόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ βρίσκεται στὴ γυναικεία, παλαιὰ καὶ ἱστορικὴ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Μαλεσίνας, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος.

Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητὴς εἶναι μία σπουδαία προσωπικότητα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο διότι μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἱερὸ ζῆλο ἐπολέμησε τοὺς εἰκονομάχους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σπάνια αὐτοῦ συγγραφικὴ ἱκανότητα. Ἐπισημότερα τῶν συγγραμμά-των του εἶναι ἡ «Σύντομος Ἱστορία», τὸ «Χρονολογικὸν σύντομον», ἡ«Στιχομετρία», «Λόγοι ἀντιρρητικοί», «Ἐπιστολαί», καὶ διάφοροι ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες (βλπ. Ἱερόν Πηδάλιον).
Ἡ μεγάλη συμβολὴ τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου στὴν ὑπερίσχυση καὶ ἐπικράτηση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπόψεων ἔγκειται στὴν ὑπ’ αὐτοῦ συστηματικὴ ἀνασκευὴ καὶ ἀναίρεση τῶν εἰκονοκλαστικῶν θέσεων καὶ μάλιστα καὶ τῶν ἀναφερομένων στὸ Χριστολογικὸ δόγμα.
Οἱ εἰκονομάχοι, ἀθετήσαντες τὴν τιμὴ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀπέβαλαν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ τὶς εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων. Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἀπέδειξε μὲ βάση τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι οἱ Ἀγγελικὲς δυνάμεις, ἂν καὶ ἀσώματοι, ἄυλοι καὶ (σχετικῶς) ἀπεριόριστοι, εἰκονίζονται καὶ οἱ εἰκόνες προσαγορεύονται διὰ τοῦ ὀνόματος τῶν ἀρχετύπων, διὰ τοῦ ὁποίου μεταβιβάζονται σὲ αὐτὲς ἡ χάρη καὶ ἡ εὐλογία ἐκείνων, τῶν ὁποίων καὶ μεταλαμβάνουν οἱ ἀξίως τιμῶντες αὐτές. Ἔτσι, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, οἱ εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων δὲν εἶναι ἄψυχα, ἀναίσθητα, ἀπὸ ἄψυχη καὶ ἄλογη ὕλη, ἐπιτεύγματα ἀνθρωπίνων χειρῶν, δὲν εἶναι εἴδωλα, ἀλλὰ τῶν ἐπουρανίων Δυ-νάμεων «ἀφομοιώματα τίμια καὶ ἅγια», «ἱερὰ ἀπεικάσματα καὶ ἀπεικονίσματα», τὴν κατασκευὴ τῶν ὁποίων «Θεός ἐστιν ὁ προστάττων, Θεὸς ὁ κελεύων». (Ἀρχιμ.Ν.Κ).

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Νίκην ἤνεγκε, τὴ Ἐκκλησία, ἡ σὴ ἔνθεος, ὁμολογία, Νικηφόρε Ἱεράρχα θεόληπτε τὴν γὰρ Εἰκόνα τοῦ Λόγου σεβόμενος, ὑπερορία ἀδίκως ὠμίλησας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τήν ψυχήν σου τέθεικας, ὑπέρ τῆς ποίμνης σου Πάτερ, καὶ αὐτῇ τό ἄδολον, τῆς εὐσεβείας ἐνέθου· ὅθεν σου, τὴν τῶν λειψάνων λάρνακα θείαν, χαίρουσα, καθυποδέχεται καὶ κραυγάζει· σύ μου καύχημα καὶ σκέπη, ὦ Νικηφόρε, ὁμολογίας λαμπτήρ.

0