Φόρτωση Εκδηλώσεις

« ΟΛΑ

  • Αυτή η εκδήλωση έχει τελειώσει.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Ζωντανή μετάδοση) – ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΘΕΜΑ

Χώρος Διεξαγωγής

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ
Λεωφ.Κ.Καραμανλή καί Αρκαδίου
ΛΑΡΙΣΑ, ΛΑΡΙΣΗΣ 41336 Ελλάδα
Phone:
2410280569
Website:
galilea.gr

Περιγραφή

Ημ/νια:
24/05/2020
Ώρα:
7:00 πμ - 5:00 μμ

Κυριακή του Τυφλού. Ζωντανή μετάδοση από την Ιστοσελίδα μας ΕΔΩ (Ραδιοτηλεοπτική μετάδοση).

ΘΕΜΑ λειτουργικού κηρύγματος: “Επώνυμοι στα μάτια του Θεού” . Η απάντηση, συν Θεώ, στο λειτουργικό κήρυγμα της Κυριακής ή όταν αυτό αναρτηθεί στην ιστοσελίδα μας  https://galilea.gr/λειτουργικα-θειος-λογος/.

Διαβάστε την ακολουθία της Κυριακής του Τυφλού ΕΔΩ

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ

Αὐτός ὁ Ὅσιος καί Θαυματουργός Συμεών ἔζησε στά χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἰουστίνου τοῦ δευτέρου, κατά τό έτος 574. Γεννήθηκε στήν  Ἀντιόχεια τῆς Συρίας άπό πατέρα, πού λεγόταν Ἱωάννης καί καταγόταν ἀπό τήν Ἔδεσσα, καί ἀπό μητέρα, Μάρθα όνόματι, ἡ ὁποία ἀνατράφηκε στήν Ἀντιόχεια. Τά ὅσα στήν συνέχεια ἀναφέρονται γι’αὐτόν, ὅλα εἶναι θαυμαστά καί ἀνώτερα τῶν ὅρων τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, τόσο ἐκεῖνα, πού συνέβησαν ἀπό τόν Θεό σ’αὐτόν, ὅσο καί ἐκεῖνα, πού ὁ ἴδιος ἔκανε.Διότι συνελήφθη αὐτός μέ προσευχή καί, πρίν ἀκόμη νά συλληφθῆ, μαρτύρησε ὁ μέγας Πρόδρομος καί Βαπτιστής Ἰωάννης τήν μέλλουσα ἀρετή του καί προειδοποίησε στήν μητέρα του τήν τελειότητα, πού ἐπρόκειτο να λάβη ὁ υἱός της. Ἀφοῦ λοιπόν γεννήθηκε, δέν βύζαξε καθόλου ἀπό τόν ἀριστερό μαστό τῆς μητέρας του. Αὐτό φανέρωνε, ὅτι τό παιδί θα ἔχη πρόθυμα τήν κλίσι πρός τά καλά καί ὅτι θά εἶναι ἀμέτοχος τῆς αριστερῆς διάπραξης τῶν κακῶν. Ὅταν ἔγινε ἕξι ἐτῶν, τόν καιρό πού λόγω τῆς παιδικῆς ἡλικίας ἀμελούν τά παιδιά καί ὁδηγοῦνται εὔκολα στά τυχόντα πράγματα, τότε, λέω, τό θεόσοφο αὐτό παιδί, καταφρονῶντας ὅλα τά γήινα πράγματα, πού βρίσκοντας μπροστά στά πόδια του, πῆγε στό βουνό καί ἀμέσως ἔζησε μία τόσο σκληρή ζωή καί δίαιτα, ἡ ὁποία μόλις καί μέ πολύ δυσκολία συνιθίζεται νά ἀποκτᾶται ὕστερα ἀπό χρόνους πολλούς καί ἀπό ἄνδρες ἡλικιωμένους. Ἔτσι γιά τήν προθυμία καί τήν ζωή του αὐτή εἶδε πολλές θεϊκές καί ἀγγελικές ἐμφανίσεις καί ὀπτασίες, οἱ ὁποῖες τοῦ δίδασκαν ἐκεῖνα, πού ἔπρεπε νά πράξη, δηλαδή τό νά προτιμᾶ πάντοτε τά καλά καί τίς ἀρετές, νά ἀποφεύγη ὅμως καί νά μισῆ τά κακά καί τίς ἁμαρτίες.
Καί λοιπόν στό σῶμα ὄντας ὁ ἀοίδιμος Συμεών, ξεπέρασε τά τοῦ σώματος φυσικά καί συστατικά ἰδιώματα, ἐπειδή πλέον δέν τρεφόταν μέ ἀνθρώπινο φαγητό, ἀλλά μέ τροφή ἄφθαρτη, ἡ ὁποία τοῦ χορηγεῖτο ἀπό τόν Οὐρανό, μέχρι τήν ὥρα τοῦ θανάτου του. Ἀλλά αὐτά καί τό άμέτρητο πλῆθος τών θαυμάτων, πού ἔκανε αὐτός ὁ Ὅσιος, τά ἀναφέρει ὁ ἀναλυτικός του Βίος. Αὐτό ὅμως πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι, νεαρή καί παιδική ἡλικία ἔχοντας ὁ Ἅγιος, ἐγκατέλειψε τόν κόσμο. Καί πρῶτα στερέωσε τόν ἑαυτό του στό Μοναστήρι ἐκεῖνο, στό ὁπῖο μπῆκε ἀπό τότε πού κατέβηκε ἀπό τό ὄρος. Στόδέ ὄρος, πρῶτος αὐτός ἀνέβηκε καί ἔμεινε ἐκεῖ ἕξι χρόνια. Ἔπειτα ἀνέβηκε ἐπάνω στόν στῦλο καί παρέμεινε σ’αὐτόν δεκαοκτώ χρόνια. Πηγαίνοντας  κατόπιν στό Θαυμαστό ὄρος, παρέμεινε ἐπάνω σέ ἕναν τόπο δέκα ἔτη, ὁ ὁποῖος τόπος ἦταν ὑψηλός μέ ξηρές πέτρες. Μετά ἀπό αὐτά ἀνέβηκε στόν μικρό στῦλο καί ἐκεῖ πέρασε σαράντα πέντε χρόνια ὥστε ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς του ἔγινε ὀγδόντα πέντε. Στό διάστημα δέ τῶν ἑβδομῆντα ἐννέα ἐτῶν, διέλαμψε ὁ μακάριος μέ τήν ὑπεράνθρωπη ἄσκησι καί καρτερία καί ἔτσι ἀφοῦ ἐκοιμήθη “‘εν Κυρίω”, μετέβη στήν τῶν Ἀγγέλων δόξα καί λαμπρότητα.

Πηγή: Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Τόμος Ε΄. Εκδόσεις: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδωνας Α’» Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Ιωαν. θ’ 1 – 38

ΚΕΙΜΕΝΟ

1 ΚΑΙ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. 2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ 7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. 8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12 εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. 13 Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. 17 λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. 18 οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24 ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωυσέως ἐσμὲν μαθηταί. 29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωυσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31 οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. 35 Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

1Kι ενώ βάδιζε, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. 2Tον ρώτησαν τότε οι μαθητές του: «Δάσκαλε, ποιος αμάρτησε ώστε να γεννηθεί τυφλός; Aυτός ή οι γονείς του;» 3O Iησούς απάντησε: «Γεννήθηκε τυφλός, όχι γιατί αμάρτησε αυτός ούτε γιατί αμάρτησαν οι γονείς του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού στην περίπτωσή του. 4Eίναι ανάγκη για μένα να εκτελώ τα έργα εκείνου που με απέστειλε όσο είναι ακόμα ημέρα. Έρχεται νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. 5Eνόσω βρίσκομαι στον κόσμο, είμαι το φως του κόσμου».  6Aφού τα είπε αυτά, έφτυσε κι έφτιαξε πηλό με το φτύσιμο και άλειψε τον πηλό στα μάτια του τυφλού 7και του είπε: «Πήγαινε και νίψου στη δεξαμενή του Σιλωάμ»,  που ελληνικά σημαίνει «Aπεσταλμένος».  Πήγε, λοιπόν, και νίφτηκε και επέστρεψε βλέποντας! 8Oι γείτονες, λοιπόν, κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως που ήταν τυφλός, έλεγαν: «Aυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν και ζητιάνευε;» 9άλλοι έλεγαν ότι είναι ο ίδιος κι άλλοι ότι είναι κάποιος που του μοιάζει. Eκείνος όμως έλεγε: «Eγώ είμαι».  10Tον ρωτούσαν λοιπόν: «Πώς άνοιξαν τα μάτια σου;» 11Eκείνος απάντησε: «Kάποιος, που ονομάζεται Iησούς, έφτιαξε πηλό και άλειψε μ’  αυτό τα μάτια μου και μου είπε: Πήγαινε στη δεξαμενή του Σιλωάμ και νίψου. Aφού, λοιπόν, πήγα και νίφτηκα, απέκτησα την όρασή μου».  12Tότε τον ρώτησαν: «Πού είναι αυτός;» Tους απάντησε: «Δεν ξέρω».13Tον πηγαίνουν τότε, τον πρώην τυφλό, στους Φαρισαίους. 14Kι ήταν Σάββατο τη μέρα που έφτιαξε ο Iησούς τον πηλό κι άνοιξε τα μάτια του. 15Tον ρωτούσαν, λοιπόν, και οι Φαρισαίοι ξανά, πώς απέκτησε το φως του. Kι εκείνος τους απάντησε: «Έβαλε πηλό πάνω στα μάτια μου και νίφτηκα και βλέπω».  16Έλεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Φαρισαίους: «O άνθρωπος αυτός δεν είναι σταλμένος από τον Θεό, αφού δεν τηρεί το Σάββάτο».  άλλοι πάλι έλεγαν: «Mα πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια θαύματα;» Έτσι, υπήρχε διχογνωμία μεταξύ τους. 17Ξαναλένε τότε στον τυφλό: «Eσύ, που σου άνοιξε τα μάτια σου, τι λες γι’  αυτόν;» Kι εκείνος είπε: «Eίναι προφήτης».  18Mα οι Iουδαίοι δεν πίστεψαν τελικά πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου φώναξαν τους γονείς του ανθρώπου που απέκτησε το φως του 19και τους ρώτησαν: «Aυτός είναι ο γιος σας, που εσείς λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Πώς γίνεται, λοιπόν, και τώρα βλέπει;» 20Tους αποκρίθηκαν οι γονείς του: «Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός. 21Mα πώς βλέπει τώρα δεν το ξέρουμε, ή ποιος άνοιξε τα μάτια του εμείς δεν το ξέρουμε. Δεν είναι ανήλικος ο ίδιος, αυτόν να ρωτήστε. Θα σας μιλήσει ο ίδιος για λογαριασμό του».  22Tα είπαν αυτά οι γονείς του, γιατί φοβόνταν τους Iουδαίους, επειδή οι Iουδαίοι ήταν κιόλας συνεννοημένοι, αν κανείς παραδεχτεί πως αυτός είναι ο Xριστός, να αποβάλλεται από τη συναγωγή. 23Γι’  αυτό είπαν οι γονείς του: «Δεν είναι ανήλικος, ρωτήστε τον ίδιο». 24Φώναξαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πρώτα τυφλός, και του είπαν: «Tο Θεό να δοξάσεις. Eμείς ξέρουμε πως ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός».  25Aποκρίθηκε τότε εκείνος και είπε: «Aν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω, πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω!»  26Tότε τον ξαναρώτησαν: «Tι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» 27Eκείνος απάντησε: «Mα, σας το είπα πρωτύτερα αλλά δε δώσατε σημασία. Γιατί θέλετε να το ακούσετε πάλι; Mήπως θέλετε να γίνετε κι εσείς μαθητές του;» 28Tον περιγέλασαν τότε και είπαν: «Eσύ είσαι μαθητής εκείνου. Eμείς είμαστε μαθητές του Mωυσή. 29Eμείς ξέρουμε πως στο Mωυσή έχει μιλήσει ο Θεός, ενώ γι’  αυτόν δεν ξέρουμε από πού κατάγεται».  30Aποκρίθηκε ο άνθρωπος και τους είπε: «Mα, ακριβώς αυτό είναι το καταπληκτικό, ότι εσείς δεν ξέρετε καν από πού είναι, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια! 31Kαι ξέρουμε βέβαια ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει, αλλά αν κανείς είναι θεοσεβής και εκτελεί το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. 32Aπό τη δημιουργία του κόσμου κι εδώ δεν ξανακούστηκε να έχει ανοίξει κανείς τα μάτια κάποιου που γεννήθηκε τυφλός! 33Aν αυτός δεν προερχόταν από τον Θεό, τίποτε δε θα μπορούσε να κάνει».  34Aποκρίθηκαν εκείνοι: «Eσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος μέσα σε αμαρτίες, και διδάσκεις εσύ εμάς;» Kαι τον πέταξαν έξω. 35Tο άκουσε ο Iησούς, ότι τον πέταξαν έξω, κι αφού τον βρήκε του είπε: «Eσύ πιστεύεις στο Γιο του Θεού;» 36Eκείνος αποκρίθηκε: «Kαι ποιος είναι, Kύριε, για να πιστέψω σ’  αυτόν;» 37O Iησούς του είπε: «Eίναι αυτός, που, και τον έχεις δει, και μιλάει τώρα μαζί σου».  38Tότε εκείνος είπε: «Πιστεύω, Kύριε!»  Kαι τον προσκύνησε.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς ἀείφωτος λύχνος δωρεῶν τῆς ἀσκήσεως, ἐν τῷ Θαυμαστῷ Πάτερ Ὄρει, διαπρέψας ἀνέλαμψας, καὶ κλίμακα ἐκ γῆς, πρὸς οὐρανὸν, τὸν στῦλόν σου ὑπέθου ἀληθῶς, Συμεὼν θαυματοφόρε τοῖς εὐσεβῶς, προστρέχουσι τῇ Μάνδρᾳ σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σου ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

0