Φόρτωση Εκδηλώσεις

« ΟΛΑ

  • Αυτή η εκδήλωση έχει τελειώσει.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ – ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ,ΒΑΣΙΛΕΩΣ, ΕΥΓΕΝΙΟΥ…. & ΟΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΛΟΥΣ (Ζωντανή μετάδοση)

Χώρος Διεξαγωγής

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ
Λεωφ.Κ.Καραμανλή καί Αρκαδίου
ΛΑΡΙΣΑ, ΛΑΡΙΣΗΣ 41336 Ελλάδα
Phone:
2410280569
Website:
galilea.gr

Περιγραφή

Ημ/νια:
07/03/2021
Ώρα:
7:30 πμ - 10:30 πμ

Κυριακή THΣ ΑΠΟΚΡΕΩ

Ζωντανή μετάδοση από την Ιστοσελίδα μας ΕΔΩ

 (Ραδιοτηλεοπτική μετάδοση).

Θέμα Λειτουργικού κηρύγματος: “Όταν έλθη με δόξα”.

Διαβάστε την ακολουθία της Κυριακής ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ ΕΔΩ

ΟΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΛΟΥΣ

Αὐτός ὁ ἀνάμεσα στούς Ἁγίος Πατήρ ἡμῶν Παῦλος, πού ὠνομάσθηκε ἁπλός, ἦταν βέβαια γεωργός καί ἀγροῖκος με ὑπερβολή, ἄκακος ὅμως καί ἄπλαστος στήν γνώμη, ὅπως κανένας ἄλλος. Εἶχε δέ καί γυναίκα με κακό χαρακτήρα καί μοιχαλίδα, ἡ ὁποία μολονότι μοίχευε γιά πολύ καιρό, κρυβόταν ἀπό τόν Ὅσιο. Μία μέρα ὅμως ἔτυχε νά ἔλθη ὁ Ὅσιος ἀπό τό χωράφι πριν ἀπό τόν ὡρισμένο καιρό καί βρίσκει τήν γυναῖκα του νά μοιχεύη στό σπίτι του καί, ἀφοῦ γέλασε ταπεινά, εἶπε πρός τήν μοιχαλίδα· “Καλά, καλά, μά τόν Ἰησοῦ, δέν μέ ἐνδιαφέρει καθόλου. Ἐγῶ ἀπό τώρα καί στο ἑξῆς, δέν θέλω νά σέ ἰδῶ μέ τά μάτια μου”. Πρός δέ τόν μοιχό εἶπε “Στό ἑξῆς ἔχε αὐτήν τήν γυναῖκα μου καί τά παιδιά της καί ἐγώ θά πάω νά γίνω μοναχός”. Ὁπότε ἀμέσως πῆγε στόν Μέγα Ἀντώνιο καί ἀφοῦ κτύπησε τήν πόρτα του, βγῆκε ὁ Ἀντώνιος καί τοῦ λέει· “Ποιός εἶσαι ἐσύ, ἀδελφέ, καί τί ζητεῖς ἐδῶ;”. Ὁ Παῦλος ἀποκρίθηκε· “Ξένος εἶμαι καί ἦλθα σέ ἐσένα να γίνω Μοναχός”. Ὁ Ἀντώνιος εἶπε·”Ἑξῆντα χρόνια γέροντας δέν μπορεῖ νά γίνη Μοναχός, οὔτε μπορεῖ νά ὑπομένη τίς θλίψεις καί τήν στεναχώρια τῆς ἐρήμου. Ἐάν ὅμως θέλης, πήγαινε σέ Κοινόβιο, ὥστε καί τά σωματικά ἀγαθά πλούσια ἐκεῖ νά βρῆς καί νά περάσης ἄκοπα τήν ζωή σου ἀκόπως μέ τούς κοινοβιάτες Μονάχους. Διότι οἱ ἀδελφοί θά βοηθήσουν τήν ἀδυναμία σου. Ἐπειδή ἐγώ κάθομαι μόνος καί κάθε πέντε μέρες τρώω ψωμί καί αὐτό μουχλιασμένο”. Ὁ Παῦλος ὅμως δέν ἤθελε νά ἀκούση τόν γέροντα, ἀλλά φρόντιζε νά καθίση μέ αὐτόν.
Ἀφοῦ λοιπόν δέν μπόρεσε ὁ Ἀντώνιος νά τόν διώξη, ἔκλεισε τήν πόρτα του σπηλαίου καί τόν ἄφησε ἔξω τρεῖς ἡμέρες, χωρίς νά βγῆ νά τόν ἰδῆ. Ὁ Παῦλος ὅμως ἔμεινε νηστικός καί δέν ἐφυγε. Τήν τέταρτη ἡμέρα, ἔχοντας ἀνάγκη ὁ Ἀντώνιος, ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ σπηλαίου καί, βρίσκοντας ἔξω τόν Παῦλο, τοῦ λέει· “Φύγε ἀπό ἐδῶ, γέρο καί μή μέ πιέζης, διότι δέν μπορεῖς νά μείνης μέ ἐμένα”. Ὁ Παῦλος ἀποκρίθηκε· “Ἀδύνατο εἶναι νά πάω σέ ἄλλο μέρος”. Τότε βλέποντάς τον ὁ Ἀντώνιος, ὅτι δέν εἶχε, οὔτε ψωμί, οὔτε τίποτα ἄλλο, τοῦ λέει· “Ἐάν ἔχης ὑπακοή καί κάνης ἀκούραστα καί ἀγόγγυστα ἐκεῖνο, πού θά ἀκούσης ἀπό μένα, γνώριζε, ὅτι καί ἐδῶ μπορεῖς νά σωθῆς. Ἐάν ὅμως δέν κάνης ἐκεῖνο, πού σοῦ λέω, γιατί κοπιάζεις μάταια καί δέν γυρίζεις ἀπό ἐκεῖ πού ἦλθες;”Ἀφοῦ ἀποκρίθηκε ὅμως ὁ Παύλος, λέει· “Ὅσα μοῦ πῆς, ὅλα θά τά κάνω πρόθυμα”. Τότε ὁ Ἀντώνιος τοῦ λέει· “Μένε ἐδῶ καί προσεύχου, ἕως ὅτου νά μπῶ στό σπήλαιο καί νά σοῦ φέρω ἐργόχειρο”. Μπαίνοντας λοιπόν ὁ Ἀντώνιος στό σπήλαιο, ἔβλεπε ἔξω ἀπό ἕνα μικρό παράθυρο, ἐνῶ ὁ Παῦλος ἔμενε ἀκίνητος καί προσευχόταν.
Ὕστερα ἀπό μία ἑβδομάδα, ἀφοῦ καταξηράθηκε ὁ Παῦλος ἀπό τήν ζέστη τοῦ ἡλιου. βγῆκε ὁ Ἀντώνιος ἔξω ἀπό τό σπήλαιο καί, ἀφοῦ ἔβρεξε θαλλιά τῶν φοινίκων, λέει στόν Παῦλο· “Πάρε αὐτά καί πλέξε σειρά, ὅπως βλέπεις  καί ἐμένα πῶς πλέκω”. Ἔπλεξε λοιπόν ὁ Παῦλος ἕως τήν ἐνάτη ὥρα δεκαπέντε ὀργυιές μέ πολύν κόπο. Τότε τοῦ λεέι ὁ Ἀντώνιος·”Δέν ἔπλεξες καλά τήν σειρά· λοιπόν χάλασέ την καί πλέξε την πάλι ἀπό τήν ἀρχή”. Ἦταν δέ ὁ Παῦλος νηστικός ἑπτά ἡμέρες. Αὐτά ὅμως τά ἔκαμνε ὁ Ἀντώνιος, γιά νά στεναχωρηθῆ ὁ Παῦλος καί ἀναχωρήση. Ὁ Παῦλος ὅμως μέ μακροθυμία μαζί και φροντίδα χάλασε τήν σειρά καί τήν ἔπλεξε πάλι ἀπό τήν ἀρχή ἀγόγγυστα μέ μεγάλη προθυμία. Βλέποντας ὁ Ἀντώνιος αὐτό, ἐξεπλάγη. Ἔτσι συμπονῶντας, ὅταν βασίλευε ὁ ἥλιος, λέει στόν Παῦλο·”Θέλεις νά φᾶμε λίγο ψωμί;”. Ὁ Παῦλος ἀποκρίθηκε· “Ὁπως νομίζεις, κάνε”. Αὐτός ὅμως ὁ λόγος περισσότερο λύγισε τήν καρδιά τοῦ Ἀντωνίου.
Ἀφοῦ λοιπόν ἑτοίμασε τράπεζα, ἔβαλε ἐπάνω σ’ αὐτή τέσσερα κομμάτια ψωμί, ἀπό ἕξι οὐγγιές τό κάθε κομμάτι, δηλαδή σαράντα ὀκτώ δράμια. Καί τό μέν ἕνα κομμάτι τό ἔβρεξε γιά τόν ἑαυτό του, τά δέ τρία γιά τόν Παῦλο. Καί ἔτσι ἄρχισε ὁ Ἀντώνιος νά λέη ἕναν ψαλμό. Γιά νά δοκιμάση ὅμως καί σ’αὐτό τόν Παῦλο, ἔψαλε δύο φορές τόν ἴδιο ψαλμό, ὁ δέ Παῦλος προσευχόταν μέ μεγαλύτερη προθυμία ἀπό τόν Ἀντώνιο. Τότε ὁ Ἀντώνιος λέει στόν Παῦλο· “Κάθισε στήν τράπεζα καί μή τρῶς, ἀλλά βλέπε μόνο καί πρόσεχε σέ ὅσα ἔχουν τοποθετηθῆ ἐπάνω σ’αὐτήν”. Ἀφοῦ μέ προθυμία ὁ Παῦλος ἐκτέλεσε τήν ἐντολή, τοῦ λέει ὁ Ἀντώνιος· “Σήκω ἀπό τήν τράπεζα καί προσεύχου καί ἔπειτα κοιμήσου”. Ὁ Παῦλος  χωρίς νά φάη καθόλου ψωμί, ἔκανε ὅπως διατάχθηκε καί κοιμήθηκε. Κατά τό μεσονύκτιο ὅμως σηκώθηκε ὁ Ἀντώνιος γιά προσευχή, σήκωσε καί τόν Παῦλο καί παρέτεινε τἠν προσευχή μέχρι τήν ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας.
Ὅταν πάλι βράδυασε γιά καλά καί νύκτωσε, ἔβαλε ὁ Ἀντώνιος τράπεζα καί ἄρχισε νά ψάλη. Ἀφοῦ λοιπόν προσευχήθηκαν, κάθησαν νά φᾶν καί ὁ μέν Ἀντώνιος ἔφαγε τό ἕνα κομμάτι τό ψωμί καί ἄλλο  πλέον δέν ἔπιασε. Ὁ δέ Παῦλος, ἐπειδή ἔτρωγε ἀργότερα, εῖχε ἀκόμη ἀπό τό δικό του κομμάτι καί, ἀφοῦ τό ἔφαγε ὅλο, τοῦ λεέι ὁ Ἀντώνιος· “Φάγε, παπούλη, καί ἄλλο κομμάτι”. Ὁ Παῦλος ἀποκρίθηκε· “Ἐάν φᾶς καί ἐσύ, τρώω καί ἐγὠ”. Ὁ Ἀντώνιος εἶπε· “Γιά μένα εἶναι ἀρκετό τό ἕνα κομμάτι, διότι εἶμαι Μοναχός”. Καί ὁ Παῦλος ἀποκρίθηκε· “Τό λοιπόν, έπειδή καί ἐγώ θά γίνω Μοναχός, καί σ’ἐμένα μοῦ εἶναι ἀρκετό τό ἕνα κομμάτι”. Ἔτσι, ἀφοῦ σηκώθηκαν καί οἱ δύο, ἔψαλαν, καί λίγο ἀφοῦ κοιμήθηκαν, πάλι σηκώθηκαν καί ἔψαλαν, ἕως ὅτου ξημέρωσε. Στήν συνέχεια ἔστειλε τόν Παῦλο ὁ Ἅγιος νά βαδίζη στήν ἔρημο καί μετά τρεῖς ἡμέρες πάλι νά ἐπιστρέψη. Ὅταν λοιπόν ἐπέστρεψε, ἦλθαν μερικοί ἀδελφοἰ στόν Ἀντώνιο, ὁπότε πρόσεχε ὁ Παῦλος, τί θά προσταχθῆ άπό τόν Ἀντώνιο καί ὁ Ἀντώνιος του λεέι· “Ὑπηρέτησε τούς ἀδελφούς μέ σιωπή καί μή γευθῆς τίτοτε, ἕως ὅτου νά ἀναχωρήσουν”. Ἀφοῦ δέ πέρασαν τρεῖς ἡμέρες ὁλόκληρες καί ὁ Παῦλος δέν γεύθηκε τίποτε, τόν ρωτοῦσαν οἱ ἀδελφοί λέγοντας· “Γιατί σιωπάς;”Ἐπειδή ὅμως ὁ Παύλος δέν ἀπαντοῦσε, τοῦ λεέι ὁ Ἀντώνιος “Μίλησε στούς ἀδελφούς” καί ἄρχισε νά ὁμιλῆ πρός αὐτούς.
Μία μέρα ἔφερε ἔνας ἀδελφός στόν Ἀντώνιο ἕνα βάζο μέλι, ὁ δέ Ἀντώνιος τό ἔχυσε στήν γῆ καί ἔπειτα λέει στόν Παῦλο· “Μάζεψε μέ στρύδι τό μέλι τόσο καλά, ώστε νά μή χαθῆ τίποτε ἀπό αὐτό”. Ὅταν λέχθηκε αὐτό ὁ Παῦλος δέν ταράχθηκε καθόλου, οὔτε ἄλλαξε ἡ ὄψι του. Ἀλλη φορά τόν διέταξε ὁ Ἀντώνιος νά ἀντλῆ νερό ἀπό τό πηγάδι καί νά τό χύνη άνώφελα στήν  γῆ ὅλη τήν ἡμέρα. Ἄλλοτε πάλι διαλύθηκε τό ροῦχο τοῦ Παύλου καί τόν διέταξε να τό ράψη. Ὅταν λοιπόν εἶδε ὁ Ἀντώνιος, ὅτι ἀγόγγυστα καί ἀδίστακτα κάνει ὁ Παῦλος κάθε πρᾶγμα, πού τόν διέταξε, τοῦ λεέι· “Πρόσεξε, ἀδελφέ, καί ἐάν μπορῆς νά κάνης κάθε μέρα ἔτσι, μένε μαζί μου, ἐάν ὅμως καί δέν μπορῆς, πήγαινε ἀπό ἐκεῖ πού ἦλθες”. Ὁ δέ Παῦλος ἀποκρίθηκε πρός τόν Ἀντώνιο· “Ἀν ἔχης νά μέ προστάξης τίποτε περισσότερα ἀπό αὐτά, πού μέ πρόσταξες ἕως τώρα, δέν γνωρίζω. Διαφορετικά αὐτά, πού μέ πρόσταξες ἔως τώρα, ὅλα εὐκολα τά κάνω”. Τόση δέ ὑπακοή καί ταπείνωσι ἀπέκτησε ὁ μακάριος αὐτός Παῦλος, ὥστε γιά τίς ἀρετές του αὐτές ἀξιώθηκε νά λάβη ἀπό τόν Θεό δύναμι νά διώχνη δαιμόνια. Ἔτσι μετά ἀπό πληροφορία, πού εἶχε ἀπό τόν Θεό ὁ Μέγας Ἀντώνιος, τόν εἶχε μαζί του γιά ἔνα χρονικό διάστημα. Ἔπειτα κατασκεύασε κελλί χωριστό καί ἐκεῖ διέταξε τόν Παύλο νά καθίση, ὥστε μέ τήν κατ’ἱδίαν ἀναχώρηση νά μάθη καί τίς πανουργίες καί τέχνες τῶν δαιμόνων καί νά τούς ἀντιπολεμῆ. Ἀφοῦ λοιπόν κάθισε χωριστά ἔναν χρόνο, ἔγινε καί θαυματουργός. Ἔτσι, ἀφοῦ ὑπηρέτησε ἐπάξια τόν Θεό, ἀπήλθε στίς αἰώνιες μονές. 

Πηγή: Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Τόμος Δ΄. Εκδόσεις: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδωνας Α’» Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ 7 ΜΑΡΤΙΟΥ
Ματθ.κε’ 31-46

ΚΕΙΜΕΝΟ

 31 Ὃταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, 32 καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, 33 καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. 34 τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. 35 ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, 36 γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. 37 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; 38 πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; 39 πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; 40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. 41 τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. 42 ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, 43 ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. 44 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; 45 τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. 46 καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

31 «Όταν, λοιπόν, έρθει ο Γιος του Aνθρώπου μέσα στη δόξα του, και μαζί του όλοι οι άγιοι άγγελοί του, τότε θα καθίσει πάνω στον ένδοξο θρόνο του. 32Kαι θα συναχτούν μπροστά του όλα τα έθνη και θα τους ξεχωρίσει τον έναν από τον άλλο, όπως ξεχωρίζει ο βοσκός τα πρόβατα από τα γίδια. 33Kαι θα βάλει τα πρόβατα στα δεξιά του, ενώ τα γίδια θα τα βάλει στ’ αριστερά. 34Έπειτα ο βασιλιάς θα πει σ’ αυτούς που θα είναι στα δεξιά του: Eλάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας από τότε που θεμελιώθηκε ο κόσμος. 35Γιατί πείνασα, και μου δώσατε να φάω, δίψασα, και μου δώσατε να πιω, ξένος ήμουν, και με περιμαζέψατε, 36γυμνός ήμουν, και με ντύσατε, αρρώστησα, και με επισκεφτήκατε, στη φυλακή ήμουν, και ήρθατε κοντά μου. 37Tότε θα αποκριθούν οι δίκαιοι και θα του πούνε: Kύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις; 38Kαι πότε σε είδαμε ξένο και σε περιμαζέψαμε ή γυμνό και σε ντύσαμε; 39Kαι πότε σε είδαμε άρρωστο ή στη φυλακή και σε επισκεφτήκαμε; 40Kαι θ’ αποκριθεί ο βασιλιάς και θα τους πει: Πραγματικά, σας λέω, καθόσο τα κάνατε αυτά σ’ έναν από τους αδελφούς μου αυτούς τους ασήμαντους, σ’ εμένα τα κάνατε.   41 «Kατόπιν θα πει και σ’ εκείνους που θα είναι στ’ αριστερά: Φύγετε από μένα εσείς οι καταραμένοι, στη φωτιά την αιώνια, που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους αγγέλους του. 42Γιατί πείνασα, και δε μου δώσατε να φάω, δίψασα, και δε μου δώσατε να πιω, 43ξένος ήμουν, και δε με περιμαζέψατε, γυμνός ήμουν, και δε με ντύσατε, άρρωστος και στη φυλακή, και δε με επισκεφτήκατε. 44Tότε θα του αποκριθούν κι αυτοί: Kύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένο ή γυμνό ή άρρωστο ή στη φυλακή, και δε σε υπηρετήσαμε; 45Θα τους αποκριθεί τότε εκείνος: Πραγματικά, σας λέω, καθόσο δεν τα κάνατε αυτά σ’ έναν απ’ αυτούς τους ασήμαντους, ούτε σε μένα τα κάνατε. 46Kαι θ’ αναχωρήσουν αυτοί σε κόλαση αιώνια, και οι δίκαιοι σε ζωή αιώνια».  

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐπτάριθμος σύλλογος, Ἱεραρχῶν ἱερῶν, ἀγώσιν ἀθλήσεως, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, ἐνθέως ἐφαίδρυναν, Εὐγένιος Βασιλεὺς τε, σὺν Ἐφραὶμ Αἰθερίω, Ἐλπίδιος καὶ Καπίτων, Ἀγαθόδωρος ἅμα. Αὐτῶν Χριστὲ ἰκεσίαις, πάντας ἐλέησαν.

0