Κατηγορία:ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ

2020 12 ΝΟΕΒΡΙΟΥ – 34Η ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΟΜΙΛΙΑ “ΧΡΗΣΤΟΗΘΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ Β΄) – ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ”

Στον Ιερό μας Ναό του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Γεωργίου Λαρίσης πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020, η Εσπερινή Ομιλία του Β΄ Κύκλου Ομιλιών του πνευματικού μας π.Νικηφόρου Κοντογιάννη με τίτλο “ΧΡΗΣΤΟΗΘΕΙΑ (Μέρος Β΄) – ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ”, με αφορμή το βιβλίο του Αγίου Παΐσίου του Αγιορείτου “Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο”, όπου εξάγονται διάφορα συμπεράσματα πνευματικής ζωής, συνύπαρξης, συνεργασίας και γενικά της προσέγγισης του Θεού με σκοπό την σωτηρία, τον αγιασμό, την μίμηση του Ι.Χριστού και τέλος την θέωση του ανθρώπου δια του ενανθρωπίσαντος ΙΣ ΧΡ. Οι ομιλίες πραγματοποιούνται διαδικτυακά κάθε Πέμπτη στις 6:00μ.μ. αμέσως μετά την Ακολουθία του Ι.Εσπερινού και της Ι.Παρακλήσεως οι οποίες τελούνται στις 5:00μ.μ., ενώ μεταδίδονται και σε ζωντανή μετάδοση από την Ιστοσελίδα μας: www.galilea.gr/ζωντανα-2/.

Η παράκληση τελέστηκε προς τιμήν του Αγίου Λουκά Ρώσου και Ιατρού Επισκ. Συμφερουπόλεως και κατά τη διάρκεια της εκτέθηκαν προς προσκύνηση και ευλογία των πιστών τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Λουκά του Ιατρού και του Αγίου Νεκταρίου επ. Πενταπόλεως καθώς επίσης και δύο εργόχειρα του Οσ.Παϊσίου του Αγιορείτου με Τίμιο Ξύλο.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ῏Ηχος πλ.α´. Τόν συνάναρχον Λόγον
Ἰατρὸν καὶ ποιμένα, Λουκᾶ τιμήσωμεν, Συμφερουπόλεως ποίμνης, Ἀρχιερέα λαμπρόν, τὸν βαστάσαντα Χριστοῦ τὰ θεία στίγματα, τὰς ἐξορίας, τὰ δεινά, ἐγκλεισμοὺς ἐν φυλακαῖς, τὰς θλίψεις καὶ τὰ ὀνείδη, τὸν ἐπ΄ ἐσχάτων φανέντα, ἐν τῇ Ρωσίᾳ νέον Ἅγιον.

Ακούστε Νο 05 ΕΔΩ:

ΘΕΜΑ 34ης ΟΜΙΛΙΑΣ:

“Ο Μαλθακότητα καταστρέφει

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου:
ΛΟΓΟΙ Α’ «Με Πόνο και Αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο», Μέρος 3, κεφ.3

Η αδιάκριτη αγάπη αχρηστεύει τα παιδιά
Έχω προσέξει ότι τα σημερινά παιδιά, ιδίως αυτά που σπουδάζουν, παθαίνουν ζημιά από τα σπίτια τους. Ενώ είναι καλά παιδιά, αχρηστεύονται. Δεν σκέφτονται, έχουν μία αναισθησία. Τα χαραμίζουν, τα χαλούν οι γονείς. Επειδή οι γονείς πέρασαν δύσκολα χρόνια, θέλουν τα παιδιά τους να μη στερηθούν εκείνο, να μη στερηθούν το άλλο. Δεν καλλιεργούν το φιλότιμο στα παιδιά, ώστε να χαίρωνται όταν στερούνται. Φυσικά με καλό λογισμό το κάνουν. Το να τα στερήσουν από κάτι, χωρίς τα παιδιά να το καταλαβαίνουν, είναι βάρβαρο. Αλλά να τα βοηθήσουν να αποκτήσουν μοναχική συνείδηση και μόνα τους να χαίρωνται που στερούνται κάτι, αυτό είναι πολύ καλό. Τώρα με την καλωσύνη τους, με την αδιάκριτη καλωσύνη τους, τα αποβλακώνουν. Τα συνηθίζουν να τους τα πηγαίνουν όλα στο χέρι, ακόμη και το νερό, για να διαβάσουν και να μη χασομερήσουν, και τα αχρηστεύουν, και τα αγόρια και τα κορίτσια. Έπειτα τα παιδιά, και όταν δεν διαβάζουν, τα θέλουν όλα στο χέρι. Και το κακό αρχίζει από τις μανάδες. «Εσύ, παιδί μου, να διαβάσης. Εγώ θα σού φέρω και τις κάλτσες, θα σού πλύνω και τα πόδια. Πάρε το γλυκό, πάρε τον καφέ»! Και δεν καταλαβαίνουν τα παιδιά πόσο κουρασμένη είναι η μάνα που τα προσφέρει όλα αυτά, επειδή δεν κοπιάζουν. Μετά αρχίζουν, μίας χρήσεως πιάτα, μίας χρήσεως ρούχα, πίτσες να τρώνε –ούτε να τις τυλίγουν στο χαρτί δεν ξέρουν!… Έτσι γίνονται τελείως άχρηστοι άνθρωποι. Βαριούνται μετά που ζούν. Το κορδόνι τους να λυθή, «μάνα, να μου δέσης το κορδόνι», λένε! Το πατάνε εν τω μεταξύ! Τέτοια παιδιά τί προκοπή να κάνουν; Αυτά ούτε για γάμο ούτε για καλογερική κάνουν. Γι’ αυτό λέω στις μητέρες: «Μήν αφήνετε τα παιδιά να διαβάζουν όλη μέρα. Διαβάζουν‐διαβάζουν, ζαλίζονται. Να κάνουν ένα τέταρτο, μισή ώρα διακοπή, για να κάνουν και καμμιά δουλίτσα στο σπίτι, για να ξεζαλίζωνται και λίγο».
Αυτή η κακή συνήθεια των σημερινών νέων μεταφέρεται και στον Μοναχισμό. Και βλέπετε σε Μοναστήρι να είναι επτά γραμματείς – και όλοι μορφωμένοι οι νέοι – και ο παλιότερος μαζί. Παλιά ήταν ένας γραμματεύς, και αυτός δεν είχε πάει ούτε δυο τάξεις στο Γυμνάσιο και έβγαζε όλη την δουλειά. Και τώρα να είναι επτά και να είναι πνιγμένοι στην δουλειά, να μην μπορούν να κάνουν ούτε τα πνευματικά τους, να είναι και ο παλιός να τους βοηθάη!
Κανονάρχισμα από σκοτεινές δυνάμεις
Τα καημένα τα παιδιά τα καταστρέφουν σήμερα με θεωρίες διάφορες. Γι’ αυτό είναι αναστατωμένα, ζαλισμένα. Άλλο θέλει να κάνη το παιδί, άλλο κάνει. Αλλού θέλει να πάη, αλλού το πάει το ρεύμα της εποχής. Μεγάλη προπαγάνδα γίνεται από σκοτεινές δυνάμεις που κατευθύνουν όσα παιδιά δεν τους κόβει πολύ το μυαλό. Στα σχολεία μερικοί δάσκαλοι λένε: «Για να έχετε πρωτοβουλία, να μη σέβεστε, να μην υποτάσσεστε στους γονείς», και τα αχρηστεύουν. Μετά τα παιδιά δεν ακούνε ούτε γονείς ούτε δασκάλους. Και είναι δικαιολογημένα, γιατί νομίζουν πώς έτσι πρέπει να κάνουν. Τα υποστηρίζει και το κράτος, τα κανοναρχούν, τα εκμεταλλεύονται και οι άλλοι που δεν νοιάζονται ούτε για Πατρίδα ούτε για οικογένεια ούτε για τίποτε, για να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους. Έ, αυτό λίγο‐πολύ έχει κάνει πολύ κακό στην νεολαία σήμερα, πάρα πολύ κακό, μέχρι που καταλήγουν τα παιδιά να έχουν αρχηγό τον διάβολο με τα κέρατα! Η σατανολατρία έχει εξαπλωθή πολύ. Ακούς σε μερικά κέντρα όλη την νύχτα να τραγουδούν: «Σατανά, σε λατρεύουμε, δεν θέλουμε τον Χριστό. Εσύ μας τα δίνεις όλα». Φοβερό! Τί σάς δίνει και τί σάς παίρνει, κακόμοιρα παιδιά!
Μικρά παιδιά αγριεμένα, με τους καφέδες, με τα τσιγάρα… Που να δής βλέμμα λαμπερό, Χάρη Θεού στο πρόσωπό τους! Είχε δίκαιο ένας αρχιτέκτων, όταν είπε σε μία ομάδα παιδιών που είχε φέρει στο Άγιον Όρος: «Τα μάτια μας είναι σαν τα μάτια του χαλασμένου ψαριού». Είχε έρθει στο Όρος με καμμιά δεκαριά παιδιά, από δεκαοκτώ μέχρι είκοσι πέντε χρονών περίπου. Επειδή αυτός είχε πάρει μία πνευματική στροφή, μετά λυπόταν τα παιδιά που ζούσαν άσωτη ζωή. Κατάφερε μερικά, τα έπεισε και τους έβγαλε τα εισιτήρια να έρθουν στο Άγιο Όρος. Έφευγα από το Καλύβι και με συνάντησαν στον δρόμο. Τους λέω: «Φεύγω τώρα, αλλά ας καθήσουμε λίγο εδώ», και καθήσαμε κάπου. Εκείνη την ώρα έρχονταν και μερικά παιδιά από την Αθωνιάδα. «Καθήστε και εσείς λίγο εδώ», λέω. Κάθησαν και αυτά εκεί. Λέει ο αρχιτέκτων μετά στην παρέα του: «Παρατηρήσατε κάτι;». Εκείνα απόρησαν. «Για ρίξτε μία ματιά ο ένας στο πρόσωπο του άλλου, λέει, και μετά ρίξτε και μία ματιά στα άλλα παιδιά. Για δέστε τα μάτια τους πώς γυαλίζουν και δέστε τα μάτια τα δικά μας πώς είναι σαν τα μάτια του χαλασμένου ψαριού». Και πράγματι, όταν πρόσεξα και εγώ, έτσι ήταν, μάτια χαλασμένων ψαριών. Θολά, αλλοιωμένα… Ενώ τα μάτια των άλλων παιδιών έλαμπαν! Γιατί τα παιδιά της Σχολής κάνουν μετάνοιες, κάνουν Ακολουθίες. Ο άνθρωπος καθρεφτίζεται στα μάτια. Γι’ αυτό και ο Χριστός είπε: «Ο λύχνος του σώματος εστίν ο οφθαλμός». Πόσα μικρά παιδιά έρχονται στο Άγιον Όρος ή πηγαίνουν σε άλλα Μοναστήρια και γίνονται μοναχοί, και πάρ΄ όλο που – πώς να πη κανείς; – δεν έχουν καραμέλλες στα Μοναστήρια, έχουν όμως τέτοια χαρά που ακτινοβολεί το πρόσωπό τους. Ενώ στον κόσμο έχουν ό,τι θέλουν, αλλά κόλαση ζούν, είναι βασανισμένα.
Μάς έχουν έρθει διάφορα ρεύματα από παντού. Από τα ανατολικά μέρη ο Ινδουϊσμός και άλλες αποκρυφιστικές θρησκείες, από τον Βορρά ο Κομμουνισμός, από την Δύση ένα σωρό θεωρίες, από τον Νότο, από τους Αφρικανούς, μαγείες και τόσα άλλα καρκινώματα. Ένα παιδί χτυπημένο από τέτοια ρεύματα ήρθε μία μέρα στο Καλύβι. Κατάλαβα ότι οι προσευχές της μάνας του το έφεραν. Αφού μιλήσαμε αρκετά, του λέω: «Κοίταξε, παλληκάρι μου, άν βρής έναν Πνευματικό να εξομολογηθής και να χρισθής και να σε βοηθάη τώρα στις αρχές. Πρέπει να σε χρίσουν, γιατί αρνήθηκες τον Χριστό». Έκλαιγε το καημένο. «Κάνε προσευχή, Πάτερ, μου λέει, γιατί δεν μπορώ να τα αποβάλλω αυτά. Μου έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου. Το καταλαβαίνω ότι οι προσευχές της μάνας μου με έφεραν εδώ». Πόσο βοηθάνε οι προσευχές της μάνας! Αχρηστεύονται τα καημένα, όταν τα τυλίξουν, και μετά τα πιάνει φόβος, άγχος και ξεσπάνε στα ναρκωτικά κ.λπ. Από τον έναν γκρεμό στον άλλον. Ο Θεός να βάλη το χέρι Του.
– Γέροντα, συμφέρει να τους λέη κανείς ότι είναι σατανικά αυτά τα πράγματα;
– Πώς δεν συμφέρει; Αλλά θέλει με καλό τρόπο.
– Πώς θα μπορέσουν τέτοιοι νέοι να γνωρίσουν τον Χριστό;
– Πώς να γνωρίσουν τον Χριστό, αφού, πριν γνωρίσουν την Ορθοδοξία, πηγαίνουν στην Ινδία στους Γκουρούδες, κάθονται δυό‐τρία χρόνια, ζαλίζονται με τις μαγείες, μαθαίνουν εκεί ότι υπάρχει μυστικισμός στην Ορθοδοξία και έρχονται μετά εδώ και ζητούν να δούν φώτα, να ζήσουν ανώτερες καταστάσεις κ.λπ.; Και άμα ρωτήσης: «πόσον καιρό έχεις να κοινωνήσης;», «δέν θυμάμαι, λέει, αν η μητέρα μου με είχε κοινωνήσει, όταν ήμουν μικρός». «Εξομολογήθηκες ποτέ;». «Δεν με απασχολεί αυτό το θέμα». Έμ, πώς θα γίνη χωριό έτσι; Τίποτε από την Ορθοδοξία δεν ξέρουν.
– Γέροντα, και πώς θα βοηθηθούν;
– Από την στιγμή που λένε «κατεστημένο» την Εκκλησία, ως να βοηθηθούν; Καταλαβαίνεις πόσο μπορούμε έτσι να συνεννοηθούμε! Όσοι νέοι όμως έχουν καλή διάθεση βοηθιούνται και πλησιάζουν στην Εκκλησία.
«Μήν τα εγγίζετε τα παιδιά!».
– Γέροντα, τα μικρά παιδιά που μεγαλώνουν τώρα χωρίς πειθαρχία, τί θα γίνουν;
– Έχουν λίγα ελαφρυντικά. Οι γονείς που δεν καταλάβαιναν την πειθαρχία αφήνουν τώρα τα παιδιά τους με μία ελευθερία και τα κάνουν τελείως αλητάκια. Μία κουβέντα λές, πέντε σου λένε, και με μία αναίδεια! Αυτά μπορεί να γίνουν εγκληματίες. Σήμερα τα ξεβιδώνουν τελείως τα παιδιά. Ελευθερία! «Μήν τα εγγίζετε τα παιδιά!». Και τα παιδιά λένε: «Που θα βρούμε αλλού τέτοιο καθεστώς;». Επιδιώκουν δηλαδή να τα κάνουν ανταρτάκια, να μη θέλουν τους γονείς, να μη θέλουν τους δασκάλους, να μη θέλουν τίποτε, να μην ακούν κανέναν. Αυτό τους διευκολύνει στον σκοπό τους. Αν δεν τα κάνουν ανταρτάκια, πώς μετά τα παιδιά θα τα κάνουν όλα κομμάτια; Και βλέπεις, τα καημένα είναι σχεδόν δαιμονισμένα.
Αν στην πνευματική ζωή η ελευθερία δεν αξιοποιήθηκε, θα αξιοποιηθή στην κοσμική ζωή; Τί να την κάνης τέτοια ελευθερία; Είναι καταστροφή. Γι’ αυτό και το κράτος πάει όπως πάει. Μπορούν οι σημερινοί άνθρωποι να αξιοποιήσουν την ελευθερία που τους δίνεται; Η ελευθερία, όταν οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να την αξιοποιήσουν στην πρόοδο, είναι καταστροφή. Η κοσμική εξέλιξη με την αμαρτωλή αυτή ελευθερία έφερε την πνευματική σκλαβιά. Ελευθερία πνευματική είναι η πνευματική υποταγή στο θέλημα του Θεού. Και βλέπεις, ενώ η υπακοή είναι ελευθερία, ο πειρασμός όμως από κακία την παρουσιάζει σαν σκλαβιά και αντιδρούν τα παιδιά, ιδίως της εποχής μας, που έχουν δηλητηριασθή από το πνεύμα της ανταρσίας. Είναι, φυσικά, και κουρασμένα από τα διάφορα συστήματα του 20ου αιώνος, που δυστυχώς συνέχεια παραμορφώνουν την ωραία φύση του Θεού και τα πλάσματά Του και τα γεμίζουν από άγχος και τα απομακρύνουν από την χαρά, τον Θεό.
Εμείς ξέρετε τί τραβήξαμε, όταν απολυθήκαμε από τον στρατό; Αν ήταν τότε τα σημερινά παιδιά, θα τα είχαν κάνει όλα γυαλιά‐καρφιά. Ήταν το 1950 που τελείωσε ο ανταρτοπόλεμος. Απολυθήκαμε πολλές κλάσεις μαζί. Άλλος είχε τεσσεράμισι, άλλος τέσσερα, άλλος τριάμισι χρόνια μέσα στον πόλεμο. Και σκεφθήτε, μετά από τόση ταλαιπωρία, φθάνουμε στην Λάρισα, πάμε στα Κέντρα Διερχομένων και τα βρίσκουμε γεμάτα. Όποτε πάμε στα ξενοδοχεία. Αλλά και εκεί δεν μας δέχονταν. Σού λέει: «Στρατός! Που να μείνη! Θα λερωθούν οι κουβέρτες!».–ενώ θα πληρώναμε. Ήταν Μάρτιος μήνας και έκανε κρύο! Ευτυχώς ένας αξιωματικός μας έσωσε, ας είναι καλά! Πήγε, έμαθε πότε φεύγουν τα τραίνα, πότε κάνουν μανούβρες κ.λπ., συνεννοήθηκε και μας έβαλε μέσα στα τραίνα! «Την νύχτα, λέει, θα κάνουν μανούβρες, αλλά μη φοβηθήτε, την τάδε ώρα το πρωί θα ξεκινήσουν». Και όλη την νύχτα κουνιόνταν. Τελικά ερχόμαστε στην Θεσσαλονίκη. Μερικοί που ήταν από ΄δώ κοντά πήγαν στον τόπο τους. Οι άλλοι πήγαμε στα Κέντρα Διερχομένων, αλλά ήταν γεμάτα. Πάμε στα ξενοδοχεία, και εδώ τίποτε! Τους παρακαλάω στο ξενοδοχείο: «Να μου δώσετε μία καρέκλα να καθήσω μέσα και θα σάς πληρώσω διπλάσιο από ό,τι θα πλήρωνα για το κρεββάτι!». «Όχι, δεν γίνεται!», μου λένε. Φοβόνταν μήπως κανείς έβλεπε ότι κρατούσαν στην καρέκλα στρατιώτη και τους κατήγγελλε. Και να κάθεσαι έξω, να ακουμπάς όρθιος στον τοίχο, να βγάλης έτσι την νύχτα! Και έβλεπες στρατιώτες να είναι οι καημένοι στο πεζοδρόμιο, έξω από τα ξενοδοχεία, ακουμπισμένοι στους τοίχους! Σε όλα τα πεζοδρόμια υπήρχε στρατός, σαν να έκαναν παρέλαση! Κατάλαβες; Αν ήταν οι σημερινοί νέοι θα είχαν κάψει την Λάρισα, όλη την Θεσσαλία και την Μακεδονία! Εδώ, χωρίς να έχουν καμμιά δυσκολία σήμερα, και τί κάνουν! καταλήψεις, καταστροφές… Και εκείνα, τα καημένα τα παιδιά, ούτε καν είχαν λογισμό. Ενίωθαν βέβαια μία πικρία, αλλά χωρίς να έχουν λογισμό να κάνουν τίποτε το κακό. Και να έχουν περάσει ταλαιπωρία μεγάλη έξω στα χιόνια. Να είναι σακατεμένοι από τον πόλεμο – τί θυσία οι καημένοι! – και τελικά το τελευταίο «ευχαριστώ» ήταν να κοιμηθούνε έξω! Και κάνω μία σύγκριση, πώς ήταν οι νέοι τότε και που βρίσκονται σήμερα… Ούτε πενήντα χρόνια δεν πέρασαν και πώς άλλαξε ο κόσμος!
Η σημερινή νεολαία μοιάζει με το μοσχαράκι που είναι δεμένο στο λιβάδι και κλωτσάει, τραβάει συνέχεια το σχοινί, βγάζει τον πάσσαλο και αρχίζει να τρέχη, αλλά σκαλώνει κάπου και περδικλώνεται άσχημα και στο τέλος το κατασπαράζουν τα άγρια θηρία. Το φρένο βοηθάει, όταν είναι μικρό το παιδί. Το βλέπεις, ανεβαίνει πάνω στον τοίχο και υπάρχει φόβος να σκοτωθή. «Μή, μή», φωνάζεις, του δίνεις και κανένα σκαμπίλι. Μετά δεν σκέφτεται ότι θα σκοτωθή, σκέφτεται μη φάη το σκαμπίλι και προσέχει. Τώρα δεν υπάρχουν ούτε στα σχολεία τιμωρίες ούτε στον στρατό καψώνια. Γι’ αυτό οι νέοι παιδεύουν τους γονείς και το έθνος. Στον στρατό παλιά, όσο πιο σκληροί ήταν οι αρχηγοί στην Εκπαίδευση, τόσο πιο πολλή παλληκαριά έδειχναν οι στρατιώτες στην μάχη.
Ο νέος έχει ανάγκη από έναν πνευματικό οδηγό, τον οποίο να συμβουλεύεται και να ακούη, για να πορεύεται με πνευματική ασφάλεια, χωρίς κινδύνους, φόβους και αδιέξοδα. Κάθε άνθρωπος, όσο μεγαλώνει, όσο περνάει η ηλικία του, αποκτά πείρα και από τον εαυτό του και από τους άλλους. Ένας νέος στερείται αυτήν την πείρα. Ένας μεγάλος την πείρα που απέκτησε από τον εαυτό του και από τους άλλους την χρησιμοποιεί, για να βοηθήση τον άπειρο νέο, για να μην κάνη γκάφες. Ο νέος, όταν δεν ακούη, κάνει πειράματα με τον εαυτό του. Ενώ, αν ακούση, κέρδος θα έχη. Είχαν έρθει στο Καλύβι μερικά παιδιά από μία χριστιανική Οργάνωση και φώναζαν με μία αυτοπεποίθηση: «Δεν έχουμε ανάγκη από κανέναν, θα βρούμε μόνοι μας τον δρόμο μας!». Ποιός ξέρει; Θα είχαν ζορισθή και είχαν κατά κάποιο τρόπο επαναστατήσει. Όταν ήταν να φύγουν, με ρώτησαν πώς να κατεβούν στον δημόσιο, για να πάρουν τον δρόμο για την Μονή Ιβήρων. «Από που θα πάμε;», λένε. «Καλά, βρέ παιδιά, τους λέω, εσείς είπατε ότι θα τον βρήτε μόνοι σας τον δρόμο, δεν έχετε ανάγκη από κανέναν. Έτσι δεν είπατε προηγουμένως; Τουλάχιστον αυτόν τον δρόμο και να τον χάσετε, λίγο θα ταλαιπωρηθήτε, κάποιον θα βρήτε παρακάτω και θα σάς πή: «Από εδώ πάει». Τον άλλον τον δρόμο για πάνω, για τον Ουρανό, πώς θα τον βρήτε μόνοι σας χωρίς οδηγό;». Ο ένας από αυτούς είπε: «Σαν νάχη δίκαιο ο Γέροντας».

0